Σάββατο, Νοεμβρίου 26, 2005

De amor...

Hτανε μαγκάκος ο ξανθός.
Περπάταγε έτσι , κουτσαβάκικα,κάπνιζε κάτι άφιλτρα χύμα , είχε χιλιάδες μέρες φυλακή στο στρατό και - αν καθόσουν ν ' ακούσεις τις ιστορίες του - δεν του ξέφευγε γάτα θηλυκιά ,
" ότι κινείται , πέφτει " , έλεγε , μισοκλείνοντας με νόημα το δεξιό - το χαλασμένο - μάτι του ....
Εντάξει , πίναμε κάνα κρασί και τον αφήναμε να λέει , εμείς δηλαδή πίναμε , εκείνος έλεγε και στο τέλος βάζαμε ρεφενέ .... δίκαια πράματα !
Εκείνο το βράδυ ο χοντρός είχε σχέδιο .
- Θα τον ισιάξω εγώ τον πούστη, μουρμούραγε μεσα απ' τα δόντια του και η τεράστια μπάκα του τρανταζότανε σ' ένα γέλιο που όσο πέρναγε η ώρα μου φαινόταν όλο και πιό ανησυχητικό ...
- Ασ' τονα μωρέ το μαλάκα , προσπάθησα μιά δυό φορές να το κολάσω το πράμα αλλά ο χοντρός είχε κολλήσει , είπαμε είχε σχέδιο .
Μιά φορά , βρεθήκαμε , είπαμε κάτι μασάλια και ξεπορτίσαμε .
- Πάμε στης Στάσας απόψε , δήλωσε ο χοντρός με σηκωμένο το φρύδι, έχω κανονίσει .
Αμα σήκωνε το φρύδι , η μπουγάδα ήτανε απλωμένη , δε σήκωνε και πολλά πολλά ο Δημητράκης , ένα ενενήντα , ίσαμε εκατόν τριάντα κιλά σκάρτα , οδηγός το επάγγελμα .
- Πάμε συμφώνησα με μισή καρδιά , τι ειν' η Στάσα ρε μάγκες , ρώτησε λίγο χαμένος ο ξανθός γιά να εισπράξει το αποδοκιμαστικό βλέμμα του Δημητράκη και κάτι μασημένα μουγκρητά που βάλανε φρένο στην κουβέντα...
Τραβήξαμε γιά Ευκαρπία .
Στη Στάσα απόψε ο κακός χαμός , κάτι φάνταροι σκαστοί από δίπλα , πέντ-έξι αγαπητικοί σε υπηρεσία , ο Μένιος ο λατερνατζής , νύχτα μέρα πιωμένος και πάντοτε άφραγκος , η Στάσα στον πάγκο να κόβει κίνηση και τα " κορίτσια "- μπαλταφάν , βαμμένες , στολισμένες να κακαρίζουν και να τρακάρουν τσιγαράκι απ' τα φαντάρια δίπλα , το μαγαζί βρώμαγε μπαρούτι από ένα μίλι μακριά...
Μπήκαμε , έριξε μιά ματιά ο χοντρός στη Στάσα , εκείνη κούνησε αχνά το κεφάλι μένα χαμόγελο μισοσπασμένο , μας έδειξε το τραπέζι με τα μάτια , καθήσαμε , Παναγίες .
Ηρθε σε λίγο ο Γιορδάνης , ο γυιός της Στάσας , έφερε κι ένα μπουκάλι απ' το δικό του , ο χοντρός λοιπόν είχε πρόσωπο στο μαγαζί ...
- Τι γουστάρουν οι λεβέντες , ρώτησε διαχυτικά ο Γιορδάνης , το μαγαζί δικό σας παιδιά...
- Πες στα κορίτσα να ρθουν να πιούμε τίποτα παρέα..πέταξε ο χοντρός με το
φρύδι σηκωμένο - είπαμε....
Εβαλε ξέχειλα στα ποτήρια , έβαλε και στα " κορίτσα " που είχαν τσακιστεί να έρθουν , παραγγελιά του αφεντικού , πως αλλιως...
Αντε , γειά μας καρντάσια , τσουγκρίσαμε , οι κοπέλες χαχανίζανε , ο ξανθός μαζεμένος δεν ήταν και πολύ στα νερά του , παρατηρούσε ένα γύρω και μάλλον αυτό που έβλεπε δεν του άρεσε και πολύ , πόσο μάλλον αυτά που δεν έβλεπε που θαταν σίγουρα ακόμα χειρότερα..
Βλέμματα στον αέρα , ντουμάνι που έκοβες με το μαχαίρι , ένας μονιμάς απ' την παρέα απέναντι σηκώθηκε για ζεμπεκιά , σ ' ενα ποτήρι πίναμε κι οι δυό , οι άλλοι στα παλαμάκια .
Δυό απ'τα κορίτσια είχανε πέσει πάνω στον ξανθό κανονικά , τη μία μάλιστα την είχε βάλει και στα γόνατα , ο χοντρός τους γέμιζε συνέχεια και δόστου και γειά μας και γειά σου ρε ξανθέ μάγκα και καραμπουζουκλή , ο άλλος ρετάρισε , χαμένος και χαμογελαστός
- είδατε που σας τα λεγα ? Οτι κινείται...- χάιδευε μαλακά την πλάτη του κοριτσιού ,
αυτή τρεμόπαιζε τα βλέφαρα περιπαθώς και κάπνιζε με μιά μακριά χρυσή πίπα όπως είχε δει και στις ταινίες...
Τώρα ο ξανθούλης καραφτιαγμένος και πάντα χαμογελαστός , είχε αρχίσει ανασκαφές . Πασπάτευε κάτω απ' τη φούστα του κοριτσιού , ανέβαινε κι ανέβαινε , αυτή χασκογελούσε , ο χοντρός απογέμιζε τις τελευταίες σταγόνες απ' το μπουκάλι , ξαφνικά ο ξανθός τινάχτηκε σα να τον τσίμπησε φίδι !
- Τι είναι αυτό ? Τσίριξε έντρομος , τόσο που ξέχασε να σβήσει κι εκείνο το χαμόγελο απ' τη μούρη του , σα μάσκα βενετσιάνικη έμεινε εκεί..παγωμένο και άσχετο ντιπ γιά ντιπ .
- Σιγά αγόρι μου , πως κάνεις έτσι ? Δεν έχεις ξαναδεί σαρμέλα εσυ ? Γιά τη δικιά σου έχεις πολύ καιρό να τη δεις και τηνε ξέχασες ?
Ενα τεράστιο γέλιο που συντάραξε το χοντρό , σκέπασε σχεδόν τα τελευταία λόγια του
" κοριτσιού" , λίγο ουίσκι λέρωσε το τραπεζομάντηλο (λευκό και σιδερωμένο στην πέννα πάντα - η αρρώστια του Γιορδάνη ) , η ζεμπεκιά κόπηκε στη μέση κι έμεινε ο μονιμάς με την αρβύλα στον αέρα σα σαλτιμπάγκος να πούμε .....
Η Στάσα έριξε μιά αόριστη ματιά και συνέχισε το πλεχτό της ( άλλο κουσούρι κι αυτή , μέρα νύχτα με τις βελόνες , έπλεκε, έπλεκε , ύστερα γυρνούσε το μάτι της και τα ξήλωνε όλα και φτου κι απ' την αρχή...) .
Ο ξανθός , όρθιος με το στόμα ανοιχτό σα να τον βάρεσε κεραυνός και το κορίτσι λίγο πιο κει μάζευε κάτι πόντους που είχανε φύγει , μάλλον πάνω στην έξαψη της στιγμής....
Κάποιος απ' τους αγαπητικούς σηκώθηκε κι έβαλε καινούργια πλάκα στο τζουκ-μποξ .
Είναι γλυκό το ποτό της αμαρτίας , μάμα Ρίτα , πρώτη εκτέλεση.
Το μαγαζί , ερχόταν πάλι στα συγκαλά του .

Τετάρτη, Νοεμβρίου 23, 2005

Ιn memoriam...

Mε παρέα , κρασιά , τυριά , τζαζιές και ψιλή κουβέντα γιά ταινίες , έξω η νύχτα , μυρωδιές άλλων καιρών , κρυφτούλι με τον οδοντίατρο γιά ένα ραντεβού που συνεχώς αναβάλλεται , κρύο εν γένει....
Η σκηνή απ ' τα Κύθηρα :
" O Κατράκης , τριάντα χρόνια εξόριστος , επιστροφή με το καράβι , γυναίκα , παιδιά, συγγενείς , τραπέζι με τα λινά, σαν Κυριακή...
Αυτός ξαναπαντρεμένος "εκεί" , τώρα η πατρίδα , τριάντα χρόνια ...
Κατεβαίνει απ'το αυτοκίνητο και πλησιάζει..Η γυναίκα στο κατώφλι , στο κέντρο , τριγύρω οι δικοί , μουγγαμάρα , οι άλλοι χαμηλώνουν τα μάτια , η γυναίκα μιλάει πρώτη :
- Εφαγες ?

Τριάντα χρόνια . Τόσα φεγγάρια μετά . - Εφαγες ? "

.................................................................................

Ο Κρίτωνας βραχνιάζει , σκουπίζει τα μάτια βιαστικά , παραγγέλνει ένα γύρο ακόμα .

Τώρα μιλάμε γιά γκόμενες .

Ζωή , την άλλη φορά .

Κυριακή, Νοεμβρίου 20, 2005

Ορχήστρα πλήρες !

..Σου είπα γιά το γέρο ?
Εξήντα πατημένα , μ' ένα τεράστιο παλτό χειμώνα - καλοκαίρι , γενειάδα κόκκαλο απ'τη βρώμα και χρυσό - που λέει ο λόγος ε? - δόντι μπροστά μπροστά , που το καμάρωνε χαρίζοντας σε κάθε ευκαιρία κάτι δύσοσμα , μπαγιάτικα χαμόγελα , ένθεν κακείθεν...
Ο γέρος...κουβάλαγε στις τσέπες του πάντοτε ολα τα χρειαζούμενα , η σπηλιά του Αλή μπαμπά ήταν εκείνο το φοβερό παλτό , με νερά , πεντάρες και του ενός σφραγισμένες -
απ' τις καλές όχι τίποτα βαλούτες - μισό βαμβάκι , κάμποσους αναπτήρες που τσούρνευε στις βόλτες ένα γύρω , ορχήστρα πλήρες ο γέρος που λες...
Τώρα εσύ , άμα δεν είχες τα σέα σου κομπλέ ή ήσουνα ας πούμε φρικαρισμένος και δεν κατάφερνες , δεν έβρισκες , δεν μπορούσες ξέρω γώ , φώναζες το γέρο που ήταν πάντα απίκο να καθαρίσει .
Εβγαζε εκείνος τα εργαλεία , ετοίμαζε μουρμουρίζοντας σαν τους παπάδες στο ιερό , σοβαρός και με σέβας - έπρεπε να τον δεις σου λέω - και συ περίμενες με το μανίκι σηκωμένο ....
Εβρισκε - πάντα έβρισκε , αυτό πάλι που το βάζεις - , σου ' ριχνε , σου βαζε το τσιροτάκι , είχε και τσιρότα ο πούστης ! - μες στη μπίχλα και τις σαπίλες το τσιρότο μας μάρανε θα πεις
αλλά ο γέρος είχε τη μανιέρα του και δεν την άλλαζε που τι στον κόσμο...
Υστερα , άμα τελείωνε , έσκυβε προς το μέρος σου , αυτό ήταν και το δύσκολο της υπόθεσης γιατί κόλλαγε σχεδόν την άπλυτη μούρη του στη δικιά σου , ψιθυρίζοντας μ' εκείνο το παράταιρο , σαλιωμένο χαμόγελο :
- Φιλάκι ?
Δε ζήταγε ποτέ λεφτά γιά το σέρβις , άμα ήθελες του βγαζες λίγο απ' το δικό σου αλλά λεφτά δεν έπαιρνε ποτέ .
Το ' ξερες , άντρες γυναίκες όλοι το ξέρανε και κάναν την ανάγκη φιλότιμο , πως αλλιώς ?
- Φιλάκι ?

Σάββατο, Νοεμβρίου 19, 2005

Και το φεγγάρι μισό ...σα δαγκωμένο χάπι

.. " To σπίτι " .
Ετσι το ξέρανε όλοι , " το σπίτι " , κάπου δίπλα στην Ομόνοια , σωρός χαλάσματα ένα γύρω , πρόκες , μαδέρια φαγωμένα , μπάζα , σκουπίδια και δυό τσουρομαδημένες γάτες , ανώνυμες , που αρνιόντουσαν πεισματικά να εγκαταλείψουν το κονάκι τους παρ'ολες τις κλοτσιές και τα μετανοιωμένα χάδια και τούμπαλιν..
Εκεί λοιπόν πηγαίνανε να ρίξουνε , ζάκια,πουτάνες , λαθραίοι,κάτι ψευτοντίλερ, κάτι ρόπια , κακογερασμένες λατσές με τη ρυτίδα κάγκελο, αληθινός θίασος σκιών αφού οι περισσότεροι ζυγίζαν στα σίγουρα κανα δυό κιλά πιό λίγο απ'τη σκιά τους , όλοι περνάγανε απαξάπαντος απ' " το σπίτι " , πρωί - μεσημέρι-βράδυ , σαν αντιβίωση ένα πράμμα...
Σκάρτο απόγεμα , αραιά η πελατεία , ο γέρος - θα σου πω άλλη φορά γι'αυτόνανε - στη γωνία να τσεκάρει με το μοναδικό μάτι του το χώρο και το συνήθως εξαιρετικά ήσυχο ποίμνιο , αφού εκεί μέσα αποφεύγανε τις φασαρίες σαν το διάολο το λιβάνι , μιά πόρτα βλέπεις οι τσιμπά κι οι ισορροπίες στη γειτονιά να κρέμονται πάντα από μια τόση δα κλωστίτσα...
Ξαφνικά , ένας θόρυβος δίπλα απ' τον καμπινέ , αυτό που κάποτε θάτανε καμπινές δηλαδή , γιατί τώρα...τέλος πάντων , φωνές που όλο και δυναμώνανε , κάτι σουρσίματα , κάτι πνιγμένα λαχανητά :
- Eγώ πήρα το πιό πολύ ? Είσαι καλά ρε ? Εμένα λες ότι πήρα το πιό πολύ ?
- Ναι ρε...εσύ το πήρες ...που είναι ρε , βγάλε να δούμε πόσο έβαλε , πάμε στο γέρο άμα θες να μας το χωρίσει , να δούμε ...
- Τι λες ρε μαλάκα ! Που θα μου πεις εμένα ότι πήρα το πιό πολύ ....δε θυμάσαι προχτές ρε που ψώνισες εσύ απ' το σταθμό , που ήτανε κι ο κουτσός και πήγατε μαζί και σας περίμενα μετά τρείς ώρες άρρωστος μες στην πλατεία , δε θυμάσαι που πήρες εσύ το πιό πολύ ?
Κανανε να σηκωθούν , κουνάγανε κάπως απειλητικά τα χέρια τους ο ένας στον άλλον
- που να ξεκολλήσουν βέβαια απ'το πάτωμα - κι ο γέρος με την άκρη του ματιού του να επιβλέπει ατάραχος ..
Κάποια στιγμή ξεδίπλωσε από δίπλα το τεράστιο μπόι του ο Σέρβος , παλιός μπασκετμπολίστας λέγανε , δύο δώδεκα , ετοιμάστηκε μάλλον να πάει προς τα κει , να βάλει ένα τέλος στον καυγά που έδειχνε να' χει μέλλον ακόμη...
Τον έκοψε ο γέρος πάνω στην κίνηση . Τον έπιασε μαλακά απ' το μπράτσο και τον κάθησε πάλι κάτω .
- Εσύ μην ανακατεύεσαι , ακούστηκε η φωνή του , όχι θυμωμένα αλλά πάντως τελεσίδικα .
Εσύ να μην ανακατεύεσαι . ..Αδέρφια είναι !

Τετάρτη, Νοεμβρίου 16, 2005

Στο βάθος λύκος..

Αυγουστος ξεθυμασμένος , Σταυρούπολις- Αγία Σοφία , δεν πέφτει καρφίτσα , αποσμητικά μιάς χρήσεως που εγκαταλείπουν αμαχητί , η απογευματινή βάρδια με πλαστική σαγιονάρα , ύποπτα , ιδρωμένα μακώ και σχέδια γιά το βράδυ .
Στο αρχαίο ραδιοφωνάκι του οδηγού ο Ζαγοραίος , μάγισσες φέρτε βότανα..
Κάπου στο βάθος μιά ψιλή φωνή - παπαδίστικια , έχει ώρα που κανοναρχάει το ίδιο τροπάρι , δεν καλοφαίνεται , μονάχα ο ψηλός από δίπλα δυσφορεί μασώντας το μάλλον βρώμικο μουστάκι του με κάτι ακατάληπτα γαμωσταυρίδια και ξεφυσητά αγανάκτησης .
- Ακούς ρε φίλε ? Η μπουτάνα ? Ακούς ?
Ακούει γαμωτ' ... ακούει ... αν μπορούσε δηλαδή ας έκανε κι αλλιώς , αφού η φωνή έχει κεντράρει ίσια στ' αυτί του , με λίγο φάλτσο βέβαια λόγω που ο άλλος είναι πιθαμής αλλά
φωνή καμπάνα αδερφέ μου , ακούει ο ψηλός , ακούμε κι εμείς , μονάχα ο οδηγός στην κοσμάρα του , η πιό μεγάλη ώρα είναι τώρααααα , γειά σου Τζενάρα ατέλειωτη και τα συναφή .
- Εφτά φορές τη γύρισα απ' τα μαγαζά...ακούς ? Τη μπουτάνα ? Ραψάνη,Λάρισα , Τύρναβο , όλο τον κάμπο γυρίσαμε με δυό μωρά στην αγκαλιά , μόλις συμμαζευότανε δυό φεγγάρια , αυτή ο νους της εκείείεί ...να ξεπορτίσει με τις γκόμενοι!
Ακούς ? Η μπουτάνα ?
..Ελαφριά σχεδόν αδιόρατη σύσπαση και κάτι ψιλές σταγόνες ιδρώτα στα μούτρα του ψηλού να προδίνουν την αγωνία του , εγκλωβισμένος κι αυτός όπως κι όλοι μας δηλαδή, σε κάθε νέο " ακούς ? " , κάθε καινούργια " μπουτάνα " , κολλημένοι στα κόκκινα , στροφή καπνομάγαζα....
- Ακους ? ...! Μου 'ρθαν στο τέλος με τη μάννα της στο σπίτι , ήρθαμε λέει να μαζέψουμε , εγώ πάλι , δεν κούνησα βλέφαρο, όλη την ώρα στον καναπέ , με τον καφέ από δίπλα
- μοναχός μου τον έφτιαξα , μη θαρρείς - ...μάζευε , μάζευε , όλα τά ' μασε , ακούς ?
Τη μπουτάνα ?
Μέχρι τις τρίχες της απ' το μπάνιο έμασε !...Ακούς ?
Ξαφνικά , σιωπή.
Οπως άρχισε , έτσι τέλειωσε . Σιωπή. .
Με την άκρη του ματιού έκοβα τον ψηλό , κάπως σαν να θελε κάτι να πει , σα να μη του φταναν τα λόγια , στράβωνε ο στόμας του, σα ντοβρουτζάς ένα πράμμα...
Υστερα μίλησε .
ξε - ακτινογραφία τον έβγαλε - τον άλλονα στη φαλάκρα και ξεφύσηξε στέλνοντας και λίγο σάλιο που γυάλισε :

- Μη μιλάς ρε....Ζέστη κάνει !....

Είχαμε φτάσει στο Βαρδάρη.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 14, 2005


Γιάννενα , λίμνη , από τη "Λίμνη " , 28 Οκτωβρίου , φέτος. Ηλιος , βροχή , διπλό τόξο στον υγρό ουρανό , τρώμε μιά σαλάτα με κόκκινα φρούτα , λίγη στάχτη στην άκρη της γλώσσας , οι μέρες που έρχονται.
Τέτλαθι....

Σάββατο, Νοεμβρίου 12, 2005

Σαράντα μήλα,μήλα κόκκινα γιαβρί'μ...

" ... Κατηφόριζα κουτσά στραβά την Ιουλιανού , τίγκα στους
προσωρινά διαμένοντες η γειτονιά , φοιτηταριό και μετανάστες..
κρύο που λες ,ψύχος δριμύ, ο βοριάς που τ`αρνάκια παγώνει ,
αρρωστάκι εγώ βγήκα να πιώ καμμιά σούπα στο Εδεσσαικόν και στο
μυαλό μου η κουβέντα της Ρηνιώς, της Ρηνιώς που μπορούσε αλλά
δεν άντεξε " αγάπη είναι να νοιάζεσαι.." και δος του
παγωνιά,μέσα κι όξω...
Μπροστά, ζευγάρι μεταναστών. Αυτή μάλλον ξανθιά, με στράς και
στραβοπατημένο ξώφτερνο, μια ζώνη δίχως φούστα , άλλα δεν
πρόλαβα να δω .
Εκείνος, λιανός,ντερέκι,φτηνό κουστουμάκι και γιακάς αερόπλανο.
Προχωράν και μάλλον καυγαδίζουν , στη γλώσσα τους , δηλαδη η
ξανθιά λέει διάφορα φωνάζοντας ολοένα και περισσότερο κι
εκείνος καπνίζει και ακούει δίχως ένα " κιχ " για κάμποσην
ώρα...
Κάποια στιγμή , τον βλέπω σταματάει - κόκκαλο κι η ξανθια .
Πατάει το τσιγάρο του και της λέει-σε σπασμένα Ελληνικά πια- :
- Γαμώ το αίμα της πουτάνας της καρδιάς σου !!!!
Υστερα,έφυγε.
Η ξανθιά ένα με το ντουβάρι,το στόμα μισάνοιχτο σαν παγωμένο
καρεδάκι σε κόμικς, την προσπέρασα και μπήκα στο πατσατζίδικο .
- Νταμαράκι με σαρδένι,πέταξα αόριστα στον Ιορδάνη τον κουτσό
που ήρθε μ`ενα χιλιοτρυπημένο βετέξ να καθαρίσει - τάχα - το
μουσαμά στο τραπέζι μου .
Ηταν νομίζω , η βραδιά του millenium .
Σε λίγο ξημέρωνε . "

Κυριακή, Νοεμβρίου 06, 2005

Μιά τόσο μακρινή απουσία...






















Γιατί γράφω ? Αλήθεια λέει ο Γιάνναρης , ίσως γιατί κατά βάθος , όλοι θέλουμε να γίνουμε βούκινο...
Η μάννα μου εγχειρίζεται απο βδομάδα , όγκος θυροειδούς , ίσως κακοήθης . Σίγουρα κακοήθης αλλά θα πληρώσουμε ότι χρειαστεί γιά να κρατήσουμε αυτό το "ίσως " σε εκρεμμότητα , όσο γίνεται περισσότερο .
Ζήσαμε έτσι κι αλλιώς πάντοτε με αναστολή σ'αυτή την τόσο μα τόσο αρπαγμένη από κάθε είδους δράμα- πιθανό και απίθανο - οικογένεια...
Είμαστε κάπως σαν τους δύο τύπους στο " Τέλος παιχνιδιού " , Μπέκετ :
- Xάμ : E , Kλόβ , πιστεύεις στη μέλλουσα ζωή ?
- Κλόβ : Μα , η δική μας , πάντα τέτοια ήτανε...
Αστείο ε ? Από τα αστεία που λατρεύουμε , παρακολουθώντας αυτούς που τ'ακούνε να φτύνουν κρυφά τον κόρφο τους και να ορκίζονται "γιά πολλοστή φορά" ότι ΠΟΤΕ ΜΑ ΠΟΤΕ δε θα μας ξανακαλέσουν στο πάρτυ γεννεθλίων τους....
Δεν είμαι έτοιμος φυσικά και γιά να μη γελιόμαστε δε νομίζω πως θα είμαι ποτέ , είναι όπως όταν έμπαινα να καταταγώ πριν χρόνια , τρία βήματα μπρός , δύο βήματα πίσω , ας είναι καλά ο Μήτσος ο χοντρός που μου πάτησε μιά γερή σπρωξιά και πέρασα την πύλη , ε μετά τίποτα ...μετά είναι απλά το τέλος , τελειώνουν οι λέξεις..πεθαίνουν τα πράγματα ..."όλα τ ' άλλα είναι σιωπή "...
Ενα κομμάτι απ'τη σάρκα μου , ένα κομμάτι απ' την ψυχή μου θα χαθεί , ήταν πάντα εγώ , η μάννα μου ήταν πάντα εγώ , τόσο εγώ , όσο ούτε εγώ δεν ήμουν ποτέ...
Εζησε πάντοτε μέσα μου και πάνω μου και μέσα από μένα , σταυρώθηκε ξανά και ξανά και δεν άφησε στάλα αίμα να προδώσει τη συναλλαγή , εγώ αντί γιά κείνην, υποθήκη μιάς ζωής που ευχαρίστως αντάλλαξε με το όνειρό της γιά τον λυπημένο πρίγκιπα , συχνά λυπημένο αλλά πάντοτε πρίγκιπα , τίποτα λιγότερο από πρίγκιπα στο μοναδικό πράγμα που κράτησε γιά τον εαυτό της - τη δικιά της ταινία όπου εγώ έπαιζα - έγραφα - σκηνοθετούσα και στο τέλος πετύχαινα , άλλωστε ζούσε γιά το τέλος , αυτό το μεγάλο - ευτυχισμένο - γεμάτο δόξα , τιμή και αναγνώριση γιά τον λυπημένο της πρίγκιπα τελος...
Οχι , δεν είμαι έτοιμος. Θα συμβεί και θα πρέπει να είμαι εκεί , δεν θα μπορέσει αυτή τη φορά να με κρύψει , όπως έκανε πάντα δικιολογώντας διακριτικά την απουσία μου από κάθε κηδεία που συνέβει στο σόι από γεννησιμιού μου , απουσία που φυσικά , είχε η ίδια προετοιμάσει και οργανώσει , προστατεύοντάς με από την οσμή του θανάτου που στο μυαλό της ήταν εντελώς αταίριαστη γιά έναν πρίγκιπα , τον πρίγκιπά της....
Αυτή τη φορά θα είμαστε εκεί. Οι δυό μας . Οπως πάντα . Μόνο οι δυό μας . Δε θα με κρύψει , δε θα μπορέσει. Οχι αυτή τη φορά. Αστείο ε ? Τη φορά που θα το έχω περισσότερο ανάγκη , τη φορά που θα έπρεπε , θα ήταν τόσο σημαντικό να οργανώσει άλλη μια διακριτική , άλλη μιά πετυχημένη διαφυγή , αυτή την τόσο εξαιρετική φορά , εκείνη δεν θα μπορέσει .
Κι έπειτα ? Επειτα τίποτα . Η χώρα του βόρειου πόνου , η χώρα των εσχάτων πραγμάτων , το μακρύ ταξίδι της μέρας μέσα στη νύχτα , λόγια ξένα πιά , άλλα δεν έμειναν ,
ενώ η ζωή - φυσικά - συνεχίζεται..
Χα!

Παρασκευή, Νοεμβρίου 04, 2005

Μακριά από κείνους που μας γέρασαν θα γεράσουμε ...


"Aυτή τη νύχτα η καρδιά μου είναι βαριά..
δεν υπάρχει ούτε μιά λέξη να μου δώσεις
αλλά εσύ που μ'αγαπούσες μιά φορά
όπως πριν...έτσι και τώρα θα με νοιώσεις... "

Να μεγαλώνεις , είναι λοιπόν να πονάς ..με λιγότερο θόρυβο από παλιά , να πονάς επειδή-
ως συνήθως ερήμην-μεγαλώνεις , ο πόνος βέβαια δεν είναι άγγιγμα ελαφιού , "ο πόνος είναι το μεγάφωνο του Θεού σ'έναν κόσμο κουφό " χα,χα. ..
Ο μεγάλος ύπνος.... λεωφορείο , ντάλα μεσημέρι σκάσιμο έξι - δυόμιση κοπτοράπτης κι ο χοντρός ο Θόδωρος όλο να γυροφέρνει , αύριο Παρασκευή , δε βαρυέσαι....

Τετάρτη, Νοεμβρίου 02, 2005

In divisa mai..( χωρισμένοι ποτέ..)

Αρχή του παραμυθιού καλησπέρα σας...
Τι να θυμηθώ , τι να ξεχάσω , μάλλον τίποτα ιδιαίτερο απόψε το βράδυ , είδα φως και μπήκα που λένε , όλα τ' άλλα σιωπή
..tout le rest est silence , all silence on the western frond , η σιωπή (ακούς Ρηνιώ ? ) δεν είναι πάντα χρυσός , μερικές φορές είναι απλώς κίτρινη κι εσύ " αν δεν καταλαβαίνεις τα λόγια μου δε θα καταλάβεις ποτέ ούτε τις σιωπές μου " , δεν είναι ?...
Εγώ κρυωμένος , η μικρή κρυωμένη ,ημερολόγιον ασθεν-ει-ών , δε βαρυέσαι ,ο λύκος απ ' τα μετρημένα τρώει .
Ψύχος έξω, δριμύ , η νύχτα -των άλλων- προβλέπεται καυτή ,ας όψονται, εγώ μιά γερή σούπα ήπια και στανιάρισα , δύσκολοι καιροί γιά σπάνια - και πιό πολύ γιά γριππωμένα - πουλιά λέμε....
To be continued , θα σας δω στο πλοίο (la nave va..)
GreekBloggers.com Blogz | Search Engine & Best Posts! Thessaloniki Blogs