De amor...
Περπάταγε έτσι , κουτσαβάκικα,κάπνιζε κάτι άφιλτρα χύμα , είχε χιλιάδες μέρες φυλακή στο στρατό και - αν καθόσουν ν ' ακούσεις τις ιστορίες του - δεν του ξέφευγε γάτα θηλυκιά ,
" ότι κινείται , πέφτει " , έλεγε , μισοκλείνοντας με νόημα το δεξιό - το χαλασμένο - μάτι του ....
Εντάξει , πίναμε κάνα κρασί και τον αφήναμε να λέει , εμείς δηλαδή πίναμε , εκείνος έλεγε και στο τέλος βάζαμε ρεφενέ .... δίκαια πράματα !
Εκείνο το βράδυ ο χοντρός είχε σχέδιο .
- Θα τον ισιάξω εγώ τον πούστη, μουρμούραγε μεσα απ' τα δόντια του και η τεράστια μπάκα του τρανταζότανε σ' ένα γέλιο που όσο πέρναγε η ώρα μου φαινόταν όλο και πιό ανησυχητικό ...
- Ασ' τονα μωρέ το μαλάκα , προσπάθησα μιά δυό φορές να το κολάσω το πράμα αλλά ο χοντρός είχε κολλήσει , είπαμε είχε σχέδιο .
Μιά φορά , βρεθήκαμε , είπαμε κάτι μασάλια και ξεπορτίσαμε .
- Πάμε στης Στάσας απόψε , δήλωσε ο χοντρός με σηκωμένο το φρύδι, έχω κανονίσει .
Αμα σήκωνε το φρύδι , η μπουγάδα ήτανε απλωμένη , δε σήκωνε και πολλά πολλά ο Δημητράκης , ένα ενενήντα , ίσαμε εκατόν τριάντα κιλά σκάρτα , οδηγός το επάγγελμα .
- Πάμε συμφώνησα με μισή καρδιά , τι ειν' η Στάσα ρε μάγκες , ρώτησε λίγο χαμένος ο ξανθός γιά να εισπράξει το αποδοκιμαστικό βλέμμα του Δημητράκη και κάτι μασημένα μουγκρητά που βάλανε φρένο στην κουβέντα...
Τραβήξαμε γιά Ευκαρπία .
Στη Στάσα απόψε ο κακός χαμός , κάτι φάνταροι σκαστοί από δίπλα , πέντ-έξι αγαπητικοί σε υπηρεσία , ο Μένιος ο λατερνατζής , νύχτα μέρα πιωμένος και πάντοτε άφραγκος , η Στάσα στον πάγκο να κόβει κίνηση και τα " κορίτσια "- μπαλταφάν , βαμμένες , στολισμένες να κακαρίζουν και να τρακάρουν τσιγαράκι απ' τα φαντάρια δίπλα , το μαγαζί βρώμαγε μπαρούτι από ένα μίλι μακριά...
Μπήκαμε , έριξε μιά ματιά ο χοντρός στη Στάσα , εκείνη κούνησε αχνά το κεφάλι μένα χαμόγελο μισοσπασμένο , μας έδειξε το τραπέζι με τα μάτια , καθήσαμε , Παναγίες .
Ηρθε σε λίγο ο Γιορδάνης , ο γυιός της Στάσας , έφερε κι ένα μπουκάλι απ' το δικό του , ο χοντρός λοιπόν είχε πρόσωπο στο μαγαζί ...
- Τι γουστάρουν οι λεβέντες , ρώτησε διαχυτικά ο Γιορδάνης , το μαγαζί δικό σας παιδιά...
- Πες στα κορίτσα να ρθουν να πιούμε τίποτα παρέα..πέταξε ο χοντρός με το
φρύδι σηκωμένο - είπαμε....
Εβαλε ξέχειλα στα ποτήρια , έβαλε και στα " κορίτσα " που είχαν τσακιστεί να έρθουν , παραγγελιά του αφεντικού , πως αλλιως...
Αντε , γειά μας καρντάσια , τσουγκρίσαμε , οι κοπέλες χαχανίζανε , ο ξανθός μαζεμένος δεν ήταν και πολύ στα νερά του , παρατηρούσε ένα γύρω και μάλλον αυτό που έβλεπε δεν του άρεσε και πολύ , πόσο μάλλον αυτά που δεν έβλεπε που θαταν σίγουρα ακόμα χειρότερα..
Βλέμματα στον αέρα , ντουμάνι που έκοβες με το μαχαίρι , ένας μονιμάς απ' την παρέα απέναντι σηκώθηκε για ζεμπεκιά , σ ' ενα ποτήρι πίναμε κι οι δυό , οι άλλοι στα παλαμάκια .
Δυό απ'τα κορίτσια είχανε πέσει πάνω στον ξανθό κανονικά , τη μία μάλιστα την είχε βάλει και στα γόνατα , ο χοντρός τους γέμιζε συνέχεια και δόστου και γειά μας και γειά σου ρε ξανθέ μάγκα και καραμπουζουκλή , ο άλλος ρετάρισε , χαμένος και χαμογελαστός
- είδατε που σας τα λεγα ? Οτι κινείται...- χάιδευε μαλακά την πλάτη του κοριτσιού ,
αυτή τρεμόπαιζε τα βλέφαρα περιπαθώς και κάπνιζε με μιά μακριά χρυσή πίπα όπως είχε δει και στις ταινίες...
Τώρα ο ξανθούλης καραφτιαγμένος και πάντα χαμογελαστός , είχε αρχίσει ανασκαφές . Πασπάτευε κάτω απ' τη φούστα του κοριτσιού , ανέβαινε κι ανέβαινε , αυτή χασκογελούσε , ο χοντρός απογέμιζε τις τελευταίες σταγόνες απ' το μπουκάλι , ξαφνικά ο ξανθός τινάχτηκε σα να τον τσίμπησε φίδι !
- Τι είναι αυτό ? Τσίριξε έντρομος , τόσο που ξέχασε να σβήσει κι εκείνο το χαμόγελο απ' τη μούρη του , σα μάσκα βενετσιάνικη έμεινε εκεί..παγωμένο και άσχετο ντιπ γιά ντιπ .
- Σιγά αγόρι μου , πως κάνεις έτσι ? Δεν έχεις ξαναδεί σαρμέλα εσυ ? Γιά τη δικιά σου έχεις πολύ καιρό να τη δεις και τηνε ξέχασες ?
Ενα τεράστιο γέλιο που συντάραξε το χοντρό , σκέπασε σχεδόν τα τελευταία λόγια του
" κοριτσιού" , λίγο ουίσκι λέρωσε το τραπεζομάντηλο (λευκό και σιδερωμένο στην πέννα πάντα - η αρρώστια του Γιορδάνη ) , η ζεμπεκιά κόπηκε στη μέση κι έμεινε ο μονιμάς με την αρβύλα στον αέρα σα σαλτιμπάγκος να πούμε .....
Η Στάσα έριξε μιά αόριστη ματιά και συνέχισε το πλεχτό της ( άλλο κουσούρι κι αυτή , μέρα νύχτα με τις βελόνες , έπλεκε, έπλεκε , ύστερα γυρνούσε το μάτι της και τα ξήλωνε όλα και φτου κι απ' την αρχή...) .
Ο ξανθός , όρθιος με το στόμα ανοιχτό σα να τον βάρεσε κεραυνός και το κορίτσι λίγο πιο κει μάζευε κάτι πόντους που είχανε φύγει , μάλλον πάνω στην έξαψη της στιγμής....
Κάποιος απ' τους αγαπητικούς σηκώθηκε κι έβαλε καινούργια πλάκα στο τζουκ-μποξ .
Είναι γλυκό το ποτό της αμαρτίας , μάμα Ρίτα , πρώτη εκτέλεση.
Το μαγαζί , ερχόταν πάλι στα συγκαλά του .