Ορχήστρα πλήρες !
..Σου είπα γιά το γέρο ?
Εξήντα πατημένα , μ' ένα τεράστιο παλτό χειμώνα - καλοκαίρι , γενειάδα κόκκαλο απ'τη βρώμα και χρυσό - που λέει ο λόγος ε? - δόντι μπροστά μπροστά , που το καμάρωνε χαρίζοντας σε κάθε ευκαιρία κάτι δύσοσμα , μπαγιάτικα χαμόγελα , ένθεν κακείθεν...
Ο γέρος...κουβάλαγε στις τσέπες του πάντοτε ολα τα χρειαζούμενα , η σπηλιά του Αλή μπαμπά ήταν εκείνο το φοβερό παλτό , με νερά , πεντάρες και του ενός σφραγισμένες -
απ' τις καλές όχι τίποτα βαλούτες - μισό βαμβάκι , κάμποσους αναπτήρες που τσούρνευε στις βόλτες ένα γύρω , ορχήστρα πλήρες ο γέρος που λες...
Τώρα εσύ , άμα δεν είχες τα σέα σου κομπλέ ή ήσουνα ας πούμε φρικαρισμένος και δεν κατάφερνες , δεν έβρισκες , δεν μπορούσες ξέρω γώ , φώναζες το γέρο που ήταν πάντα απίκο να καθαρίσει .
Εβγαζε εκείνος τα εργαλεία , ετοίμαζε μουρμουρίζοντας σαν τους παπάδες στο ιερό , σοβαρός και με σέβας - έπρεπε να τον δεις σου λέω - και συ περίμενες με το μανίκι σηκωμένο ....
Εβρισκε - πάντα έβρισκε , αυτό πάλι που το βάζεις - , σου ' ριχνε , σου βαζε το τσιροτάκι , είχε και τσιρότα ο πούστης ! - μες στη μπίχλα και τις σαπίλες το τσιρότο μας μάρανε θα πεις
αλλά ο γέρος είχε τη μανιέρα του και δεν την άλλαζε που τι στον κόσμο...
Υστερα , άμα τελείωνε , έσκυβε προς το μέρος σου , αυτό ήταν και το δύσκολο της υπόθεσης γιατί κόλλαγε σχεδόν την άπλυτη μούρη του στη δικιά σου , ψιθυρίζοντας μ' εκείνο το παράταιρο , σαλιωμένο χαμόγελο :
- Φιλάκι ?
Δε ζήταγε ποτέ λεφτά γιά το σέρβις , άμα ήθελες του βγαζες λίγο απ' το δικό σου αλλά λεφτά δεν έπαιρνε ποτέ .
Το ' ξερες , άντρες γυναίκες όλοι το ξέρανε και κάναν την ανάγκη φιλότιμο , πως αλλιώς ?
- Φιλάκι ?
Εξήντα πατημένα , μ' ένα τεράστιο παλτό χειμώνα - καλοκαίρι , γενειάδα κόκκαλο απ'τη βρώμα και χρυσό - που λέει ο λόγος ε? - δόντι μπροστά μπροστά , που το καμάρωνε χαρίζοντας σε κάθε ευκαιρία κάτι δύσοσμα , μπαγιάτικα χαμόγελα , ένθεν κακείθεν...
Ο γέρος...κουβάλαγε στις τσέπες του πάντοτε ολα τα χρειαζούμενα , η σπηλιά του Αλή μπαμπά ήταν εκείνο το φοβερό παλτό , με νερά , πεντάρες και του ενός σφραγισμένες -
απ' τις καλές όχι τίποτα βαλούτες - μισό βαμβάκι , κάμποσους αναπτήρες που τσούρνευε στις βόλτες ένα γύρω , ορχήστρα πλήρες ο γέρος που λες...
Τώρα εσύ , άμα δεν είχες τα σέα σου κομπλέ ή ήσουνα ας πούμε φρικαρισμένος και δεν κατάφερνες , δεν έβρισκες , δεν μπορούσες ξέρω γώ , φώναζες το γέρο που ήταν πάντα απίκο να καθαρίσει .
Εβγαζε εκείνος τα εργαλεία , ετοίμαζε μουρμουρίζοντας σαν τους παπάδες στο ιερό , σοβαρός και με σέβας - έπρεπε να τον δεις σου λέω - και συ περίμενες με το μανίκι σηκωμένο ....
Εβρισκε - πάντα έβρισκε , αυτό πάλι που το βάζεις - , σου ' ριχνε , σου βαζε το τσιροτάκι , είχε και τσιρότα ο πούστης ! - μες στη μπίχλα και τις σαπίλες το τσιρότο μας μάρανε θα πεις
αλλά ο γέρος είχε τη μανιέρα του και δεν την άλλαζε που τι στον κόσμο...
Υστερα , άμα τελείωνε , έσκυβε προς το μέρος σου , αυτό ήταν και το δύσκολο της υπόθεσης γιατί κόλλαγε σχεδόν την άπλυτη μούρη του στη δικιά σου , ψιθυρίζοντας μ' εκείνο το παράταιρο , σαλιωμένο χαμόγελο :
- Φιλάκι ?
Δε ζήταγε ποτέ λεφτά γιά το σέρβις , άμα ήθελες του βγαζες λίγο απ' το δικό σου αλλά λεφτά δεν έπαιρνε ποτέ .
Το ' ξερες , άντρες γυναίκες όλοι το ξέρανε και κάναν την ανάγκη φιλότιμο , πως αλλιώς ?
- Φιλάκι ?
1 Comments:
Ο ίδιος γέρος που σεβόταν τον θεσμός της οικογένειας;
Δημοσίευση σχολίου
<< Home