Και το φεγγάρι μισό ...σα δαγκωμένο χάπι
.. " To σπίτι " .
Ετσι το ξέρανε όλοι , " το σπίτι " , κάπου δίπλα στην Ομόνοια , σωρός χαλάσματα ένα γύρω , πρόκες , μαδέρια φαγωμένα , μπάζα , σκουπίδια και δυό τσουρομαδημένες γάτες , ανώνυμες , που αρνιόντουσαν πεισματικά να εγκαταλείψουν το κονάκι τους παρ'ολες τις κλοτσιές και τα μετανοιωμένα χάδια και τούμπαλιν..
Εκεί λοιπόν πηγαίνανε να ρίξουνε , ζάκια,πουτάνες , λαθραίοι,κάτι ψευτοντίλερ, κάτι ρόπια , κακογερασμένες λατσές με τη ρυτίδα κάγκελο, αληθινός θίασος σκιών αφού οι περισσότεροι ζυγίζαν στα σίγουρα κανα δυό κιλά πιό λίγο απ'τη σκιά τους , όλοι περνάγανε απαξάπαντος απ' " το σπίτι " , πρωί - μεσημέρι-βράδυ , σαν αντιβίωση ένα πράμμα...
Σκάρτο απόγεμα , αραιά η πελατεία , ο γέρος - θα σου πω άλλη φορά γι'αυτόνανε - στη γωνία να τσεκάρει με το μοναδικό μάτι του το χώρο και το συνήθως εξαιρετικά ήσυχο ποίμνιο , αφού εκεί μέσα αποφεύγανε τις φασαρίες σαν το διάολο το λιβάνι , μιά πόρτα βλέπεις οι τσιμπά κι οι ισορροπίες στη γειτονιά να κρέμονται πάντα από μια τόση δα κλωστίτσα...
Ξαφνικά , ένας θόρυβος δίπλα απ' τον καμπινέ , αυτό που κάποτε θάτανε καμπινές δηλαδή , γιατί τώρα...τέλος πάντων , φωνές που όλο και δυναμώνανε , κάτι σουρσίματα , κάτι πνιγμένα λαχανητά :
- Eγώ πήρα το πιό πολύ ? Είσαι καλά ρε ? Εμένα λες ότι πήρα το πιό πολύ ?
- Ναι ρε...εσύ το πήρες ...που είναι ρε , βγάλε να δούμε πόσο έβαλε , πάμε στο γέρο άμα θες να μας το χωρίσει , να δούμε ...
- Τι λες ρε μαλάκα ! Που θα μου πεις εμένα ότι πήρα το πιό πολύ ....δε θυμάσαι προχτές ρε που ψώνισες εσύ απ' το σταθμό , που ήτανε κι ο κουτσός και πήγατε μαζί και σας περίμενα μετά τρείς ώρες άρρωστος μες στην πλατεία , δε θυμάσαι που πήρες εσύ το πιό πολύ ?
Κανανε να σηκωθούν , κουνάγανε κάπως απειλητικά τα χέρια τους ο ένας στον άλλον
- που να ξεκολλήσουν βέβαια απ'το πάτωμα - κι ο γέρος με την άκρη του ματιού του να επιβλέπει ατάραχος ..
Κάποια στιγμή ξεδίπλωσε από δίπλα το τεράστιο μπόι του ο Σέρβος , παλιός μπασκετμπολίστας λέγανε , δύο δώδεκα , ετοιμάστηκε μάλλον να πάει προς τα κει , να βάλει ένα τέλος στον καυγά που έδειχνε να' χει μέλλον ακόμη...
Τον έκοψε ο γέρος πάνω στην κίνηση . Τον έπιασε μαλακά απ' το μπράτσο και τον κάθησε πάλι κάτω .
- Εσύ μην ανακατεύεσαι , ακούστηκε η φωνή του , όχι θυμωμένα αλλά πάντως τελεσίδικα .
Εσύ να μην ανακατεύεσαι . ..Αδέρφια είναι !
Ετσι το ξέρανε όλοι , " το σπίτι " , κάπου δίπλα στην Ομόνοια , σωρός χαλάσματα ένα γύρω , πρόκες , μαδέρια φαγωμένα , μπάζα , σκουπίδια και δυό τσουρομαδημένες γάτες , ανώνυμες , που αρνιόντουσαν πεισματικά να εγκαταλείψουν το κονάκι τους παρ'ολες τις κλοτσιές και τα μετανοιωμένα χάδια και τούμπαλιν..
Εκεί λοιπόν πηγαίνανε να ρίξουνε , ζάκια,πουτάνες , λαθραίοι,κάτι ψευτοντίλερ, κάτι ρόπια , κακογερασμένες λατσές με τη ρυτίδα κάγκελο, αληθινός θίασος σκιών αφού οι περισσότεροι ζυγίζαν στα σίγουρα κανα δυό κιλά πιό λίγο απ'τη σκιά τους , όλοι περνάγανε απαξάπαντος απ' " το σπίτι " , πρωί - μεσημέρι-βράδυ , σαν αντιβίωση ένα πράμμα...
Σκάρτο απόγεμα , αραιά η πελατεία , ο γέρος - θα σου πω άλλη φορά γι'αυτόνανε - στη γωνία να τσεκάρει με το μοναδικό μάτι του το χώρο και το συνήθως εξαιρετικά ήσυχο ποίμνιο , αφού εκεί μέσα αποφεύγανε τις φασαρίες σαν το διάολο το λιβάνι , μιά πόρτα βλέπεις οι τσιμπά κι οι ισορροπίες στη γειτονιά να κρέμονται πάντα από μια τόση δα κλωστίτσα...
Ξαφνικά , ένας θόρυβος δίπλα απ' τον καμπινέ , αυτό που κάποτε θάτανε καμπινές δηλαδή , γιατί τώρα...τέλος πάντων , φωνές που όλο και δυναμώνανε , κάτι σουρσίματα , κάτι πνιγμένα λαχανητά :
- Eγώ πήρα το πιό πολύ ? Είσαι καλά ρε ? Εμένα λες ότι πήρα το πιό πολύ ?
- Ναι ρε...εσύ το πήρες ...που είναι ρε , βγάλε να δούμε πόσο έβαλε , πάμε στο γέρο άμα θες να μας το χωρίσει , να δούμε ...
- Τι λες ρε μαλάκα ! Που θα μου πεις εμένα ότι πήρα το πιό πολύ ....δε θυμάσαι προχτές ρε που ψώνισες εσύ απ' το σταθμό , που ήτανε κι ο κουτσός και πήγατε μαζί και σας περίμενα μετά τρείς ώρες άρρωστος μες στην πλατεία , δε θυμάσαι που πήρες εσύ το πιό πολύ ?
Κανανε να σηκωθούν , κουνάγανε κάπως απειλητικά τα χέρια τους ο ένας στον άλλον
- που να ξεκολλήσουν βέβαια απ'το πάτωμα - κι ο γέρος με την άκρη του ματιού του να επιβλέπει ατάραχος ..
Κάποια στιγμή ξεδίπλωσε από δίπλα το τεράστιο μπόι του ο Σέρβος , παλιός μπασκετμπολίστας λέγανε , δύο δώδεκα , ετοιμάστηκε μάλλον να πάει προς τα κει , να βάλει ένα τέλος στον καυγά που έδειχνε να' χει μέλλον ακόμη...
Τον έκοψε ο γέρος πάνω στην κίνηση . Τον έπιασε μαλακά απ' το μπράτσο και τον κάθησε πάλι κάτω .
- Εσύ μην ανακατεύεσαι , ακούστηκε η φωνή του , όχι θυμωμένα αλλά πάντως τελεσίδικα .
Εσύ να μην ανακατεύεσαι . ..Αδέρφια είναι !
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home