Σάββατο, Νοεμβρίου 26, 2005

De amor...

Hτανε μαγκάκος ο ξανθός.
Περπάταγε έτσι , κουτσαβάκικα,κάπνιζε κάτι άφιλτρα χύμα , είχε χιλιάδες μέρες φυλακή στο στρατό και - αν καθόσουν ν ' ακούσεις τις ιστορίες του - δεν του ξέφευγε γάτα θηλυκιά ,
" ότι κινείται , πέφτει " , έλεγε , μισοκλείνοντας με νόημα το δεξιό - το χαλασμένο - μάτι του ....
Εντάξει , πίναμε κάνα κρασί και τον αφήναμε να λέει , εμείς δηλαδή πίναμε , εκείνος έλεγε και στο τέλος βάζαμε ρεφενέ .... δίκαια πράματα !
Εκείνο το βράδυ ο χοντρός είχε σχέδιο .
- Θα τον ισιάξω εγώ τον πούστη, μουρμούραγε μεσα απ' τα δόντια του και η τεράστια μπάκα του τρανταζότανε σ' ένα γέλιο που όσο πέρναγε η ώρα μου φαινόταν όλο και πιό ανησυχητικό ...
- Ασ' τονα μωρέ το μαλάκα , προσπάθησα μιά δυό φορές να το κολάσω το πράμα αλλά ο χοντρός είχε κολλήσει , είπαμε είχε σχέδιο .
Μιά φορά , βρεθήκαμε , είπαμε κάτι μασάλια και ξεπορτίσαμε .
- Πάμε στης Στάσας απόψε , δήλωσε ο χοντρός με σηκωμένο το φρύδι, έχω κανονίσει .
Αμα σήκωνε το φρύδι , η μπουγάδα ήτανε απλωμένη , δε σήκωνε και πολλά πολλά ο Δημητράκης , ένα ενενήντα , ίσαμε εκατόν τριάντα κιλά σκάρτα , οδηγός το επάγγελμα .
- Πάμε συμφώνησα με μισή καρδιά , τι ειν' η Στάσα ρε μάγκες , ρώτησε λίγο χαμένος ο ξανθός γιά να εισπράξει το αποδοκιμαστικό βλέμμα του Δημητράκη και κάτι μασημένα μουγκρητά που βάλανε φρένο στην κουβέντα...
Τραβήξαμε γιά Ευκαρπία .
Στη Στάσα απόψε ο κακός χαμός , κάτι φάνταροι σκαστοί από δίπλα , πέντ-έξι αγαπητικοί σε υπηρεσία , ο Μένιος ο λατερνατζής , νύχτα μέρα πιωμένος και πάντοτε άφραγκος , η Στάσα στον πάγκο να κόβει κίνηση και τα " κορίτσια "- μπαλταφάν , βαμμένες , στολισμένες να κακαρίζουν και να τρακάρουν τσιγαράκι απ' τα φαντάρια δίπλα , το μαγαζί βρώμαγε μπαρούτι από ένα μίλι μακριά...
Μπήκαμε , έριξε μιά ματιά ο χοντρός στη Στάσα , εκείνη κούνησε αχνά το κεφάλι μένα χαμόγελο μισοσπασμένο , μας έδειξε το τραπέζι με τα μάτια , καθήσαμε , Παναγίες .
Ηρθε σε λίγο ο Γιορδάνης , ο γυιός της Στάσας , έφερε κι ένα μπουκάλι απ' το δικό του , ο χοντρός λοιπόν είχε πρόσωπο στο μαγαζί ...
- Τι γουστάρουν οι λεβέντες , ρώτησε διαχυτικά ο Γιορδάνης , το μαγαζί δικό σας παιδιά...
- Πες στα κορίτσα να ρθουν να πιούμε τίποτα παρέα..πέταξε ο χοντρός με το
φρύδι σηκωμένο - είπαμε....
Εβαλε ξέχειλα στα ποτήρια , έβαλε και στα " κορίτσα " που είχαν τσακιστεί να έρθουν , παραγγελιά του αφεντικού , πως αλλιως...
Αντε , γειά μας καρντάσια , τσουγκρίσαμε , οι κοπέλες χαχανίζανε , ο ξανθός μαζεμένος δεν ήταν και πολύ στα νερά του , παρατηρούσε ένα γύρω και μάλλον αυτό που έβλεπε δεν του άρεσε και πολύ , πόσο μάλλον αυτά που δεν έβλεπε που θαταν σίγουρα ακόμα χειρότερα..
Βλέμματα στον αέρα , ντουμάνι που έκοβες με το μαχαίρι , ένας μονιμάς απ' την παρέα απέναντι σηκώθηκε για ζεμπεκιά , σ ' ενα ποτήρι πίναμε κι οι δυό , οι άλλοι στα παλαμάκια .
Δυό απ'τα κορίτσια είχανε πέσει πάνω στον ξανθό κανονικά , τη μία μάλιστα την είχε βάλει και στα γόνατα , ο χοντρός τους γέμιζε συνέχεια και δόστου και γειά μας και γειά σου ρε ξανθέ μάγκα και καραμπουζουκλή , ο άλλος ρετάρισε , χαμένος και χαμογελαστός
- είδατε που σας τα λεγα ? Οτι κινείται...- χάιδευε μαλακά την πλάτη του κοριτσιού ,
αυτή τρεμόπαιζε τα βλέφαρα περιπαθώς και κάπνιζε με μιά μακριά χρυσή πίπα όπως είχε δει και στις ταινίες...
Τώρα ο ξανθούλης καραφτιαγμένος και πάντα χαμογελαστός , είχε αρχίσει ανασκαφές . Πασπάτευε κάτω απ' τη φούστα του κοριτσιού , ανέβαινε κι ανέβαινε , αυτή χασκογελούσε , ο χοντρός απογέμιζε τις τελευταίες σταγόνες απ' το μπουκάλι , ξαφνικά ο ξανθός τινάχτηκε σα να τον τσίμπησε φίδι !
- Τι είναι αυτό ? Τσίριξε έντρομος , τόσο που ξέχασε να σβήσει κι εκείνο το χαμόγελο απ' τη μούρη του , σα μάσκα βενετσιάνικη έμεινε εκεί..παγωμένο και άσχετο ντιπ γιά ντιπ .
- Σιγά αγόρι μου , πως κάνεις έτσι ? Δεν έχεις ξαναδεί σαρμέλα εσυ ? Γιά τη δικιά σου έχεις πολύ καιρό να τη δεις και τηνε ξέχασες ?
Ενα τεράστιο γέλιο που συντάραξε το χοντρό , σκέπασε σχεδόν τα τελευταία λόγια του
" κοριτσιού" , λίγο ουίσκι λέρωσε το τραπεζομάντηλο (λευκό και σιδερωμένο στην πέννα πάντα - η αρρώστια του Γιορδάνη ) , η ζεμπεκιά κόπηκε στη μέση κι έμεινε ο μονιμάς με την αρβύλα στον αέρα σα σαλτιμπάγκος να πούμε .....
Η Στάσα έριξε μιά αόριστη ματιά και συνέχισε το πλεχτό της ( άλλο κουσούρι κι αυτή , μέρα νύχτα με τις βελόνες , έπλεκε, έπλεκε , ύστερα γυρνούσε το μάτι της και τα ξήλωνε όλα και φτου κι απ' την αρχή...) .
Ο ξανθός , όρθιος με το στόμα ανοιχτό σα να τον βάρεσε κεραυνός και το κορίτσι λίγο πιο κει μάζευε κάτι πόντους που είχανε φύγει , μάλλον πάνω στην έξαψη της στιγμής....
Κάποιος απ' τους αγαπητικούς σηκώθηκε κι έβαλε καινούργια πλάκα στο τζουκ-μποξ .
Είναι γλυκό το ποτό της αμαρτίας , μάμα Ρίτα , πρώτη εκτέλεση.
Το μαγαζί , ερχόταν πάλι στα συγκαλά του .

1 Comments:

Blogger Magica de Spell said...

Μου θυμίζεις συχνά το human circus των Tiger Lillies.
Είσαι κοφτερός και σαν να ξεσκίζεις την καρδιά μου με πράγματα που όπως και να τα δεις, έχουν και μια αναμφισβήτητα (?) σαρκαστική, άγρια, αλλά αστεία τελικά πλευρά.

The crack of doom is coming soon...

4:09 μ.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home

GreekBloggers.com Blogz | Search Engine & Best Posts! Thessaloniki Blogs