Ανάργυρος ο loser ...
Εφτανε πιά το βραδάκι κι ο Ανάργυρος , μόνος δυστυχής και πένης κατηφόριζε απ ` τα πευκάκια μουρμουρίζοντας μεσα απ` τα δόντια του διάφορα γιά τη γυναίκα και την πεθερά του που έτσι "οριστικά και αμετάκλητα " τον είχαν πετάξει απ ` το σπίτι ( τους ), γιά μιά ακόμα φορά :
- Tσε να μη σε ματαδώ στα μάθκια μου...loser !
του πέταξε πυρ και μανία η Κρητικιά , όταν μετά από ώρες εξαντλητικής και αδιάκοπης ανάκρισης , αναγκάστηκε ο Ανάργυρος να ομολογήσει ότι είχε χώσει - και πάλι - τον ελάχιστο ούτως η άλλως μισθουλάκο του στο στοίχημα ( ας όψεται κι εκείνος ο Ιορδάνης ο ανάπηρος που όλο " έχει πληροφορίες από μέσα " , σκατά πληροφορίες είχε ως φαίνεται...) και τώρα ?
Τώρα όλα ήταν αλλιώτικα.
Απόψε η ομαδάρα θα το σκιζε το πλεκτό , δίνοντας πίσω με το παραπάνω όλα τα χαμένα του Ανάργυρου που ήδη ονειρευότανε κοτόπουλα να αργοψήνονται στις σουβλες , χαμάμια και μαλακές χνουδάτες πετσέτες ,την Κρητικιά να πηγαινοέρχεται με φρούτα παγωμένα και μπικίνι ξέκωλο και καμμιά εικοσαριά κιλά λιγότερα ασφαλώς..μόνο γιά την πεθερά του δεν έβρισκε θέση στο όνειρο κι έλεγε αυτηνής να της κρατάει ένα κουτί σαραγλάκια που τα τρελαίνεται άμα γυρίσουνε με το καλό...
Ετσι μες στον ιδρώτα ( θες απ ` τα όνειρα με τα χαμάμ , θες απ ` το πολύ περπάτημα ) έψαχνε όλη μέρα να βρεί κάπου να κάτσει να δει τον αγώνα..τους παιχταράδες που θα καθαρίζαν γιά λογαριασμό του , να μάθουν ύστερα ποιόνα διώχνουν οι καλτάκες απ `το σπίτι....
Αφραγκος όπως έφυγε , δεν ήταν βέβαια για καφενεία και τέτοια , στο προποτζίδικο πέρασε νωρίτερα , ήτανε φίσκα δεν είχε ούτε γιά όρθιους , σε καμμιά βιτρίνα που έκανε πρόβες μετά δεν έλεγε , συνήθως δείχνανε κάτι γιαπωνέζικα με ζωηρά χρώματα - να φαίνονται οι αρετές της συσκευής , έμποροι τι περιμένεις..Κουτούρντισε να το συλλογιέται όλη μέρα και λύση δεν είχε βρεί , το παιχνίδι σε λίγο άρχιζε κι αυτός ακόμα ήταν στο δρόμο , όταν ξαφνικά , άστραψε στο μυαλό του ένα φως : το ίδρυμα της Αρχιεπισκοπής γιά τους γέροντες !Ζεστούλα , τηλεόραση , άμα ήτανε τυχερός θα πινε και κανα τσαγάκι στη ζούλα...βεβαια! Αυτό ήτανε !Ξέπνοος , έσπρωξε αποφασιστικά τη βαριά σιδερένια πόρτα κι έμεινε μιά δυό στιγμές ακίνητος εκεί , τρίβοντας τα μάτια του να συνηθίσει στο μισοσκόταδο .
Πέντ` έξι γέροι ήταν μαζεμένοι σ ` ένα τραπεζάκι φάτσα φόρα στην τηλεόραση , ο ένας μάλιστα κοιμότανε μ ` ανοιχτό το στόμα , όλοι είχαν στα πόδια τους τις φθαρμένες καρώ κουβέρτες της Αρχιεπισκοπής , μέγκλα σκέφτηκε ο Ανάργυρος , μπορεί να τσιμπήσω καμμία από κάνα ραμολιμέντο και πήγε να κάτσει στη μοναδική άδεια καρέκλα του τραπεζιού..
- Μή! Είναι πιασμένη !
Τσίριξαν κάνα δυό , είναι του Θόδωρου που πάει προς νερού του , θα ρθει όπου να`ναι..
-Μωρ' τι μας λέτε γεροταρνανάδες μουρνούρισε μεσα απ ` τα δόντια του ο Ανάργυρος που είναι του Θόδ..
Εκατσε νευρικά , ας πάει πιό πίσω ο Θόδωρος είπε αόριστα στην ομήγυρη που τον κοιτούσανε επίμονα με μισό μάτι και βούτηξε το τηλεκοντρόλ απ ` το τραπέζι να βρεί τον αγώνα που έπρεπε ήδη να ` χει αρχίσει..το παιχνίδι που απόψε θα τον έφτιαχνε , θα τ` άρπαζε και θα τους έδειχνε ολονών τι εστί Ανάργυρος...
Είδε με την άκρη του ματιού του ένα ερείπιο να πλησιάζει σέρνοντας κάτι παντούφλες που έχασκαν μπροστά , ο Θόδωρος θα ` ναι σκέφτηκε , νετάρισε με το κατούρημα κι έβαλε πλώρη γιά την καρέκλα "του" , ετοιμάστηκε γιά καυγά ο Ανάργυρος , όταν άκουσε πίσω του ένα δυνατό τσαφ! κι είδε τα φώτα να τρεμοπαίζουν...όχι ρε πούστη μου , πρόλαβε να σκεφτεί , τι σκατ....
Εμειναν όλοι εκεί , ακίνητοι και σιωπηλοί στο ξαφνικό σκότάδι..
- Αδελφή ! ακούστηκαν κάτι τρεμάμενες φωνές απ ` το βάθος , αδελφή !..
δεν ήξεραν τι άλλο να πουν φαίνεται , είπε με το νου του ο Ανάργυρος και τότε ήταν που έσπασε :
Μπορούσε να φύγει ίσως , να πάει αλλού ..ίσως δεν ήτανε γενική η διακοπή , ίσως απλά να είχε πέσει μιά ασφάλεια μέσα στο ίδρυμα ή μπορεί ακόμα κι ο Θόδωρος να το ` χε κάνει επίτηδες από ιμπρέτι που του φαγε την καρέκλα , πολλά θα πέρναγαν απ ` το μυαλό του
αν δεν άκουγε εκείνες τις φωνές πιό πριν , μες στο σκοτάδι , αν δεν ήξερε κι όλας μέσα του ότι οι παιχταράδες θα γινόντουσαν ρόμπες γιά μιά ακόμα φορά , ο ανάπηρος θα κοιτούσε περίλυπος τα χαμένα δελτία , η Κρητικιά , πάντα χοντρή και αγριεμένη θα τον περίμενε να γυρίσει όπως πάντα , ταπεινωμένος , πεινασμένος κι ελεεινός , η πεθερά του με κείνη την υποκριτική σιωπή ( εμένα μη μ` ανακατεύετε , σάμπως δε στα λεγα κακομοίρα μου ? Αλλά ποιός μ ΄ακούει εμένα? Εγω δε μιλάω πλέον , δε λέω τίποτα....)
Απλά έσπασε .
Επεσε απ ` την καρέκλα , την καρέκλα του Θόδωρου , τον πήραν τα ζουμιά , δεν τον ένοιαζε πιά τίποτα...μόνο εκείνες οι αδύναμες φωνές στο σκοτάδι..αδελφή! αδελφη !...κι όλα είχαν πιά τελειώσει .
- Tσε να μη σε ματαδώ στα μάθκια μου...loser !
του πέταξε πυρ και μανία η Κρητικιά , όταν μετά από ώρες εξαντλητικής και αδιάκοπης ανάκρισης , αναγκάστηκε ο Ανάργυρος να ομολογήσει ότι είχε χώσει - και πάλι - τον ελάχιστο ούτως η άλλως μισθουλάκο του στο στοίχημα ( ας όψεται κι εκείνος ο Ιορδάνης ο ανάπηρος που όλο " έχει πληροφορίες από μέσα " , σκατά πληροφορίες είχε ως φαίνεται...) και τώρα ?
Τώρα όλα ήταν αλλιώτικα.
Απόψε η ομαδάρα θα το σκιζε το πλεκτό , δίνοντας πίσω με το παραπάνω όλα τα χαμένα του Ανάργυρου που ήδη ονειρευότανε κοτόπουλα να αργοψήνονται στις σουβλες , χαμάμια και μαλακές χνουδάτες πετσέτες ,την Κρητικιά να πηγαινοέρχεται με φρούτα παγωμένα και μπικίνι ξέκωλο και καμμιά εικοσαριά κιλά λιγότερα ασφαλώς..μόνο γιά την πεθερά του δεν έβρισκε θέση στο όνειρο κι έλεγε αυτηνής να της κρατάει ένα κουτί σαραγλάκια που τα τρελαίνεται άμα γυρίσουνε με το καλό...
Ετσι μες στον ιδρώτα ( θες απ ` τα όνειρα με τα χαμάμ , θες απ ` το πολύ περπάτημα ) έψαχνε όλη μέρα να βρεί κάπου να κάτσει να δει τον αγώνα..τους παιχταράδες που θα καθαρίζαν γιά λογαριασμό του , να μάθουν ύστερα ποιόνα διώχνουν οι καλτάκες απ `το σπίτι....
Αφραγκος όπως έφυγε , δεν ήταν βέβαια για καφενεία και τέτοια , στο προποτζίδικο πέρασε νωρίτερα , ήτανε φίσκα δεν είχε ούτε γιά όρθιους , σε καμμιά βιτρίνα που έκανε πρόβες μετά δεν έλεγε , συνήθως δείχνανε κάτι γιαπωνέζικα με ζωηρά χρώματα - να φαίνονται οι αρετές της συσκευής , έμποροι τι περιμένεις..Κουτούρντισε να το συλλογιέται όλη μέρα και λύση δεν είχε βρεί , το παιχνίδι σε λίγο άρχιζε κι αυτός ακόμα ήταν στο δρόμο , όταν ξαφνικά , άστραψε στο μυαλό του ένα φως : το ίδρυμα της Αρχιεπισκοπής γιά τους γέροντες !Ζεστούλα , τηλεόραση , άμα ήτανε τυχερός θα πινε και κανα τσαγάκι στη ζούλα...βεβαια! Αυτό ήτανε !Ξέπνοος , έσπρωξε αποφασιστικά τη βαριά σιδερένια πόρτα κι έμεινε μιά δυό στιγμές ακίνητος εκεί , τρίβοντας τα μάτια του να συνηθίσει στο μισοσκόταδο .
Πέντ` έξι γέροι ήταν μαζεμένοι σ ` ένα τραπεζάκι φάτσα φόρα στην τηλεόραση , ο ένας μάλιστα κοιμότανε μ ` ανοιχτό το στόμα , όλοι είχαν στα πόδια τους τις φθαρμένες καρώ κουβέρτες της Αρχιεπισκοπής , μέγκλα σκέφτηκε ο Ανάργυρος , μπορεί να τσιμπήσω καμμία από κάνα ραμολιμέντο και πήγε να κάτσει στη μοναδική άδεια καρέκλα του τραπεζιού..
- Μή! Είναι πιασμένη !
Τσίριξαν κάνα δυό , είναι του Θόδωρου που πάει προς νερού του , θα ρθει όπου να`ναι..
-Μωρ' τι μας λέτε γεροταρνανάδες μουρνούρισε μεσα απ ` τα δόντια του ο Ανάργυρος που είναι του Θόδ..
Εκατσε νευρικά , ας πάει πιό πίσω ο Θόδωρος είπε αόριστα στην ομήγυρη που τον κοιτούσανε επίμονα με μισό μάτι και βούτηξε το τηλεκοντρόλ απ ` το τραπέζι να βρεί τον αγώνα που έπρεπε ήδη να ` χει αρχίσει..το παιχνίδι που απόψε θα τον έφτιαχνε , θα τ` άρπαζε και θα τους έδειχνε ολονών τι εστί Ανάργυρος...
Είδε με την άκρη του ματιού του ένα ερείπιο να πλησιάζει σέρνοντας κάτι παντούφλες που έχασκαν μπροστά , ο Θόδωρος θα ` ναι σκέφτηκε , νετάρισε με το κατούρημα κι έβαλε πλώρη γιά την καρέκλα "του" , ετοιμάστηκε γιά καυγά ο Ανάργυρος , όταν άκουσε πίσω του ένα δυνατό τσαφ! κι είδε τα φώτα να τρεμοπαίζουν...όχι ρε πούστη μου , πρόλαβε να σκεφτεί , τι σκατ....
Εμειναν όλοι εκεί , ακίνητοι και σιωπηλοί στο ξαφνικό σκότάδι..
- Αδελφή ! ακούστηκαν κάτι τρεμάμενες φωνές απ ` το βάθος , αδελφή !..
δεν ήξεραν τι άλλο να πουν φαίνεται , είπε με το νου του ο Ανάργυρος και τότε ήταν που έσπασε :
Μπορούσε να φύγει ίσως , να πάει αλλού ..ίσως δεν ήτανε γενική η διακοπή , ίσως απλά να είχε πέσει μιά ασφάλεια μέσα στο ίδρυμα ή μπορεί ακόμα κι ο Θόδωρος να το ` χε κάνει επίτηδες από ιμπρέτι που του φαγε την καρέκλα , πολλά θα πέρναγαν απ ` το μυαλό του
αν δεν άκουγε εκείνες τις φωνές πιό πριν , μες στο σκοτάδι , αν δεν ήξερε κι όλας μέσα του ότι οι παιχταράδες θα γινόντουσαν ρόμπες γιά μιά ακόμα φορά , ο ανάπηρος θα κοιτούσε περίλυπος τα χαμένα δελτία , η Κρητικιά , πάντα χοντρή και αγριεμένη θα τον περίμενε να γυρίσει όπως πάντα , ταπεινωμένος , πεινασμένος κι ελεεινός , η πεθερά του με κείνη την υποκριτική σιωπή ( εμένα μη μ` ανακατεύετε , σάμπως δε στα λεγα κακομοίρα μου ? Αλλά ποιός μ ΄ακούει εμένα? Εγω δε μιλάω πλέον , δε λέω τίποτα....)
Απλά έσπασε .
Επεσε απ ` την καρέκλα , την καρέκλα του Θόδωρου , τον πήραν τα ζουμιά , δεν τον ένοιαζε πιά τίποτα...μόνο εκείνες οι αδύναμες φωνές στο σκοτάδι..αδελφή! αδελφη !...κι όλα είχαν πιά τελειώσει .
2 Comments:
Γιατί πρέπει να μας "ζορίζεις" έτσι; Να μας βάζεις να σκεφτόμαστε, να "νοιώθουμε"; Δεν μου αρέσει να κάνω τέτοιου είδους σχόλια, αλλά εδώ δεν μπορώ να το αποφύγω. Με αγγίζει ο τρόπος που γράφεις, μου θυμίζει το πως νοιώθω όταν βλέπω λατινοαμερικάνικες ταινίες.
Όμορφο!
Δημοσίευση σχολίου
<< Home