Κυριακή, Αυγούστου 31, 2008

Οτι πολύ σε ηγάπησε...

Εγώ και η Μ.
Το γραφείο του γιατρού,πεντακάθαρο,υποφωτισμένο,τρομακτικό,όπως πρέπει να είναι ένα "σοβαρό" ιατρείο αναπληρωτού καθηγητή.
Απέναντι,οι ακτινογραφίες της Μ , κρεμασμένες στο λευκό πίνακα.
Ακόμα και στις ακτίνες ,το στήθος της δείχνει υπέροχο ,σκέφτομαι ,σχεδόν ερεθισμένος - μα τι κάνεις εκεί ηλίθιε,συγκεντρώσου αμέσως ,δεν είναι ούτε η ώρα ,ούτε βέβαια και το καλύτερο μέρος γιά να ονειρεύεσαι τις βυζάρες της Μ. , να'το πάλι μόλις είπα "βυζάρες" άρχισε να μου σηκώνεται , τι μαλάκας Θεούλη μου, οριστικά πλέον με βλέπω στην κόλαση , σ'ενα τεράστιο καζάνι να σιγοβράζω ..
ενώ απέναντι , στον παράδεισο όσων κατάφερναν σ' όλη τους τη ζωή να καυλώνουν μόνον στα ενδεδειγμένα μέρη , η Μ. , να με κοιτάει λυπημένη , με δυό τεράστιες τριχωτές χερούκλες να την πασπατεύουν αχόρταγα , παντού..
Λυπημένη δηλαδή θέλω να πιστεύω - γιατί αν φανταστώ ότι ερεθίζεται με τα χάδια
αυτηνής της αρκούδας πίσω της θα...

Ξερόβηχας ( ο γιατρός ) . ..
-Λοιπόν....κυρία Μ. , φαίνεται πως έχουμε πρόβλημα .
Εμένα με αγνοεί , ψιλοστράβωσε στην αρχή που ενώ ξεκίνησε όλο χαμόγελα την ανάκριση , μιλώντας βέβαια πάντα στη Μ. :
- O σύζυγος ? ( γιά μένα )
- Λείπει γιά δουλειές ! Πετάχτηκα εγώ μάλλον πιό απότομα από αυτό που θα δικιολογούσε η θέση μου ως " φίλου που συμπαρίσταται " , ενώ εγώ αισθανόμουν
πάντοτε "αντ' αυτού" , μέχρι και τις παντόφλες του φόραγα όταν έλειπε σε ταξίδια , πήγαινα στο περίπτερο γιά τσιγάρα, έφερνα εφημερίδες τις Κυριακές , κατουρούσα ορίζοντας την περιοχή μου....
Τα μάτια του γιατρού στένεψαν καθώς με κοίταξε απ'ευθείας γιά μία και μόνη φορά σ'όλη τη διάρκεια της επίσκεψης.
Εκτοτε απευθυνόταν πλέον μόνο στη Μ. , ακόμα και γιά τις φράσεις που χρειαζόντουσαν οπωσδήποτε πληθυντικό (..- Ξέρετε , αυτές οι ιστορίες τραβάνε μακριά και συνήθως κοστίζουν..δεν ξέρω βέβαια τα οικονομικά σας...κλπ,κλπ...)
Καμμένος , σκέφτηκα χαρίζοντάς του ένα κακό χαμόγελο γιά να δείξω ότι κατάλαβα.

- Κι εσείς "αντ' αυτού " γιατρέ μου ? ήθελα τόσο να ρωτήσω και πιθανόν θα το έκανα
τέτοιος μαλάκας που είμαι αν δεν είχε σταματήσει η αναπνοή μου σα να με βάρεσε νταλίκα στο στήθος , από κείνες τις βουλγάρικες , τις ανασφάλιστες , που διασχίζουν τη νύχτα, συγκεντρώσου ανόητε , χεσ' τις νταλίκες τώρα , "πρόβλημα" , είπε " πρόβλημα "
ο ποντικομούρης , ο αγάμητος , ακούστηκε πεντακάθαρα μέσα στη χεσμένη σιωπή και των δυό μας , τη δική μου και τη δική του αφού η Μ. περιεργαζόταν ακόμα
με "επαγγελματικό " ενδιαφέρον τις ακτίνες , ως φωτογράφος βλέπεις πίστευε πως είχε κι
ένα λόγο παραπάνω .

"Πρόβλημα" .
Και τώρα ?

(συνεχίζεται ? )

Τετάρτη, Αυγούστου 27, 2008

Ειδήσεις "από κάτω" vol.1

Ειδήσεις γιά βιαστικούς. Ειδήσεις "από κάτω" , ξέρετε εσείς.

" Αγριο έγκλημα σήμερα το μεσημέρι στην οδό Τσόντου , περιοχή Ξυλάδικα ,Θεσσαλονίκη. Τριανταπεντάχρονος συνελήφθει μέσα στο διαμέρισμα όπου διέμενε με την κατά δεκαπέντε χρόνια νεώτερη φίλη του , ενώ επιχειρούσε να συνουσιαστεί μαζί της "παρά φύσιν" , σε τεχνητή οπή που είχε ανοίξει στο στήθος της , με τη βοήθεια κρουστικού δραπανοκατσάβιδου, μάρκας Sollingen .
O τριανταπεντάχρονος στους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν , δήλωσε :
- Είχε πουτάνα καρδιά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η σύλληψη έγινε μετά από καταγγελία των περίοικων γιά
" παραβίαση του ωραρίου κοινής ησυχίας " , λόγω των ιδιαίτερα έντονων θορύβων που προκάλεσε η χρήση του εν λόγω δραπανοκατσάβιδου".

Πέμπτη, Αυγούστου 21, 2008

O Mπαγάσας..


Σα χτες , έσκασε μύτη.
Θα είχε γεννέθλια , θα ήταν πενηνταενιά πιά.
Αφησα τη μέρα να περάσει,εν σιωπή
Ετσι θα έκανε κι εκείνος.Ισως.
Πίναμε κάτι ούζα μ' ένα φίλο " από τα τότε" ..
Αδειασαμε το πρώτο στο πάτωμα,εις μνήμιν.
Ετσι θα έκανε κι εκείνος.Ισως.

(Οι κωλόγεροι ζούνε κυρίως προς τα πίσω.
Φυσικά,αφού μπροστά τους δεν υπάρχει πιά παρά ο ανοιχτός λάκκος)

Κυριακή, Αυγούστου 17, 2008

Κόντρα φάλτσο μάστορα..

Στομωμένες οι λέξεις πιά ..
κατρακυλάνε σαν κεφαλάκια αρνίσια κάτω απ’το παλιό μασάτι του Αξά του σουβλατζή.
Είχε ένα μύλο με μανιβέλα .
Απ’τη μιά ο κιμάς , απ’την άλλη λουκάνικα - για τα πανηγύρια .
Eκεί έβγαινε ο Αξάς , μαζί μένα γυιό αγνώστων λοιπών στοιχείων ,
- χοντρός , με γυαλιά , είχε βγάλει το δημοτικό -ο πρώτος στο σόι που έμαθε γράμματα ! -
καμάρωνε ο Αξάς , καμάρωνε ο γυιός ,καμάρωνε και «το μαγαζί» , ένα καρότσι ελεεινό και πενταβρώμικο δηλαδή που του αλλάζανε σημαία όμως ,αναλόγως σε ποιανού συγκέντρωση ήτανε κάθε φορά..

Σ’αυτά ο Αξάς ήτανε κιμπάρης :
- το φαί και το γαμήσι δεν έχουνε πατρίδα !
έλεγε καθώς ανάσαινε βαθιά την τσίκνα πάνω απ’ τα " χοιροπήιτα " λουκάνικα , σπεσιαλιτέ του μαγαζιού..
Όχι δηλαδη για να γουστάρει –αφού τα πάστωνε στο ξύδι και τη ρίγανη για να κόβει λίγο η αποφορά – αλλά ένεκα το χρόνιο άσθμα που τον δυσκόλευε , τα βράδυα προπάντων ,
άμα έπεφτε να τόνε πάρει κομμάτι , πλάι στη Σύρμω - γυναίκα , νοσοκόμα και φιλαράκι του παλιό , απ’το στρατό μαζί κι αχώριστοι :
Σπάρτη , εκπαιδευόμενα μαγείρια – ο Αξάς ειχε δηλώσει ένα καρότσι με παστέλια που είχαν συναιτερικό με τον αδερφό του μακαρίτη του γέρου του κι οι στρατολόγοι πιάστηκαν από κει και τονε γράψανε μάγειρα - , ύστερα μαζί στην Καβύλη , το Θόδωρα όμως που ήτανε πιό μπάνικος από τότες , τον τσίμπησαν για τη λέσχη κι έμεινε ο Αξάς στη μονάδα να βολοδέρνει με τους γκοτζίλες και τα άλαδα δις εβδομαδιαίως ( ήτανε βλεπεις θρήσκος ο διοικητης ο Μπερεκέτης απ’τον Καρβασαρά και τους νήστευε κατά πως λέγανε "τα γράμματα "
....αφού είχε φάει βέβαια και το μισο σιτηρέσιο στο κουμάρι - κούκος μονός και πενηντάρι …).
E, βλεπόντουσαν τα βράδυα στα κλεφτά,υπερεσία δε μπαίνανε λόγω η ειδικότητα,
όλο και κουβάλαγε καμμιά νοστιμιά ο Θόδωρας απ’την κουζίνα της λέσχης ,
κάθουνταν στα σκαλιά πίσω απ’τα μαγειρεία κι έκαναν δυό τρία τσιγάρα , να πούνε τα δικά τους....
έφερνε κι από καμμιά φορά ο Αξάς ένα καπνό χύμα ,απ’τη σακκούλα και τότες αναλάβαινε εκείνος κι έστριβε κάτι μπουριά – να! με το συμπάθειο ,τον ατελείωτο πιά εκείνα τα ρημάδια ..
Ασε που μετά τον έπιανε και βήχας τον Αξά , τι βήχας δηλαδή , χτικιό να λες ..
που νόμιζες πως θα μείνει εκεί , όπως τρανταζότανε ολόκληρος και γύριζαν τα μάτια του
όσο να πάρει ανάσα κι ο κακομοίρης ο Θόδωρας να τον χτυπάει στην πλάτη κατατρομαγμένος :
- Χριστός Αξάκο μου Χριστός , αχ , μ’αυτά τα διαβόλια ,πόσες φορές τα είπαμε ,αφού σε βλάφτουνε μωρέ..τι τα κουβαλνάς , θα μας πιάσουν και καμμιά μέρα και τότε να δω τα χαίρια μας.…..

Σάματις άκουγε ο Αξάς έτσι γερμένος στην αγκαλιά του Θόδωρα ,
να τον μαλλώνει …κι αυτός μ’ ένα στραβό χαμόγελο , παλεύοντας να βρει καμμιά ανάσα της προκοπής , να ονειρεύεται τη μάννα του την κερά-Ρήνη , την Παναγιά τη Γρηγορούσα και τον Ανέστη το χωροφύλακα εναλλάξ , εκεί απάνω , στο μικρό Λογγάδι ,
με τρύπιο μπενεβρέκι μέσα στο ρέμα – μπούζι ! – κυνηγώντας μπακακάκια που ήσανε λουκούμι στο τηγάνι , έλεγε ο γέρος του καθώς κουτσόπινε απ’το πρωί , στη σκιά της μισοπεθαμένης κληματαριάς , έξω απ’ το σπίτι…

Καμμιά φορά , πάει καλλιά του κι αυτός , τον βρήκε ένα πρωί ,ότι άρχισε να χαράζει,
είχε βγει για κατούρημα στον καμπινέ της αυλής και τον βρήκε εκεί κάτω απ΄το κλήμα με το ποτήρι το τσίπουρο στη φούχτα , μέγγενη ,είδε κι έπαθε να του το πάρει αλλά και πώς να τονε βάλουνε έτσι , με το ποτήρι στην κάσα , θα τους γελούσε ο κόσμος μαθές....
Τράβηξε-ξανατράβηξε τάρπαξε στο τέλος μ’ ένα κρακ! , θα σπάσαν και κάνα δυό δάχτυλα με το τράβηγμα ,
- δε βαρυέσαι.. κει που πας τι να τα κάνεις εσύ..
μουρμούρησε ο Αξάς και τίναξε μονορούφι το τσίπουρο που είχε απομείνει στο ποτήρι
- Αιντε και καλήν αντάμωση ,
σφύριξε σιγανά μεσ’ απ’τα δόντια κα τού' κλεισε τα μάτια.
Ετρεξε ύστερα στον καμπινέ που κόντευε να σπάσει η φούσκα του όλη νύχτα κι
άμα ξαλάφρωσε μπήκε σκυφτά στο μαγειριό , εκεί κοιμόταν η μάννα του από χρόνια , απ’όταν άρχισε να ροχαλίζει σα τρένο και δεν άφηνε άνθρωπο να κλείσει μάτι κοντά της .
Τη σκούντησε μαλακά , μυστήριο πράμα αυτή η γυναίκα , με τόσο ροχαλητό που τρέμαν τα κονίσματα κι άμα την ακουμπούσες με το δάχτυλο , πετιότανε αλαφιασμένη ,στο δευτερόλεπτο :
- Σήκω μάννα , πάει πιά....
Τινάχτηκε πάνω η κερά-Ρήνη , με τα μάτια ορθάνοιχτα.
Κατάλαβε , πάει , πάει τον αγύριστο βέβαια γιατί που αλλού να πήγαινε μ’ ένα ποδάρι ,
όλη μέρα εκεί , στο καρότσι κάτω απ’την κληματαριά , το άλλο του το’φαγε ο ζάχαρος , δεν άκουγε και κανέναν ο σχωρεμένος ,θρακιώτικο κεφάλι , πείσμα και των γονέων που λέμε…

Σηκώθηκε εκείνη να ψήσει καφέ , στο μεταξύ ο Αξάς με τα χίλια ζόρια τραβολογώντας και σέρνοντας έβαλε μέσα το γέρο γιατί είχαν αρχίσει και μαζεύονταν οι μύγες , τον ξάπλωσε στην κρεββάτα και βγήκε στην αυλή να πιεί τον καφέ του .
Από τώρα κι ύστερα , θ’αναλάβαιναν οι γυναίκες γιά τα δέοντα .

(συνεχίζεται?)
GreekBloggers.com Blogz | Search Engine & Best Posts! Thessaloniki Blogs