Κυριακή, Αυγούστου 17, 2008

Κόντρα φάλτσο μάστορα..

Στομωμένες οι λέξεις πιά ..
κατρακυλάνε σαν κεφαλάκια αρνίσια κάτω απ’το παλιό μασάτι του Αξά του σουβλατζή.
Είχε ένα μύλο με μανιβέλα .
Απ’τη μιά ο κιμάς , απ’την άλλη λουκάνικα - για τα πανηγύρια .
Eκεί έβγαινε ο Αξάς , μαζί μένα γυιό αγνώστων λοιπών στοιχείων ,
- χοντρός , με γυαλιά , είχε βγάλει το δημοτικό -ο πρώτος στο σόι που έμαθε γράμματα ! -
καμάρωνε ο Αξάς , καμάρωνε ο γυιός ,καμάρωνε και «το μαγαζί» , ένα καρότσι ελεεινό και πενταβρώμικο δηλαδή που του αλλάζανε σημαία όμως ,αναλόγως σε ποιανού συγκέντρωση ήτανε κάθε φορά..

Σ’αυτά ο Αξάς ήτανε κιμπάρης :
- το φαί και το γαμήσι δεν έχουνε πατρίδα !
έλεγε καθώς ανάσαινε βαθιά την τσίκνα πάνω απ’ τα " χοιροπήιτα " λουκάνικα , σπεσιαλιτέ του μαγαζιού..
Όχι δηλαδη για να γουστάρει –αφού τα πάστωνε στο ξύδι και τη ρίγανη για να κόβει λίγο η αποφορά – αλλά ένεκα το χρόνιο άσθμα που τον δυσκόλευε , τα βράδυα προπάντων ,
άμα έπεφτε να τόνε πάρει κομμάτι , πλάι στη Σύρμω - γυναίκα , νοσοκόμα και φιλαράκι του παλιό , απ’το στρατό μαζί κι αχώριστοι :
Σπάρτη , εκπαιδευόμενα μαγείρια – ο Αξάς ειχε δηλώσει ένα καρότσι με παστέλια που είχαν συναιτερικό με τον αδερφό του μακαρίτη του γέρου του κι οι στρατολόγοι πιάστηκαν από κει και τονε γράψανε μάγειρα - , ύστερα μαζί στην Καβύλη , το Θόδωρα όμως που ήτανε πιό μπάνικος από τότες , τον τσίμπησαν για τη λέσχη κι έμεινε ο Αξάς στη μονάδα να βολοδέρνει με τους γκοτζίλες και τα άλαδα δις εβδομαδιαίως ( ήτανε βλεπεις θρήσκος ο διοικητης ο Μπερεκέτης απ’τον Καρβασαρά και τους νήστευε κατά πως λέγανε "τα γράμματα "
....αφού είχε φάει βέβαια και το μισο σιτηρέσιο στο κουμάρι - κούκος μονός και πενηντάρι …).
E, βλεπόντουσαν τα βράδυα στα κλεφτά,υπερεσία δε μπαίνανε λόγω η ειδικότητα,
όλο και κουβάλαγε καμμιά νοστιμιά ο Θόδωρας απ’την κουζίνα της λέσχης ,
κάθουνταν στα σκαλιά πίσω απ’τα μαγειρεία κι έκαναν δυό τρία τσιγάρα , να πούνε τα δικά τους....
έφερνε κι από καμμιά φορά ο Αξάς ένα καπνό χύμα ,απ’τη σακκούλα και τότες αναλάβαινε εκείνος κι έστριβε κάτι μπουριά – να! με το συμπάθειο ,τον ατελείωτο πιά εκείνα τα ρημάδια ..
Ασε που μετά τον έπιανε και βήχας τον Αξά , τι βήχας δηλαδή , χτικιό να λες ..
που νόμιζες πως θα μείνει εκεί , όπως τρανταζότανε ολόκληρος και γύριζαν τα μάτια του
όσο να πάρει ανάσα κι ο κακομοίρης ο Θόδωρας να τον χτυπάει στην πλάτη κατατρομαγμένος :
- Χριστός Αξάκο μου Χριστός , αχ , μ’αυτά τα διαβόλια ,πόσες φορές τα είπαμε ,αφού σε βλάφτουνε μωρέ..τι τα κουβαλνάς , θα μας πιάσουν και καμμιά μέρα και τότε να δω τα χαίρια μας.…..

Σάματις άκουγε ο Αξάς έτσι γερμένος στην αγκαλιά του Θόδωρα ,
να τον μαλλώνει …κι αυτός μ’ ένα στραβό χαμόγελο , παλεύοντας να βρει καμμιά ανάσα της προκοπής , να ονειρεύεται τη μάννα του την κερά-Ρήνη , την Παναγιά τη Γρηγορούσα και τον Ανέστη το χωροφύλακα εναλλάξ , εκεί απάνω , στο μικρό Λογγάδι ,
με τρύπιο μπενεβρέκι μέσα στο ρέμα – μπούζι ! – κυνηγώντας μπακακάκια που ήσανε λουκούμι στο τηγάνι , έλεγε ο γέρος του καθώς κουτσόπινε απ’το πρωί , στη σκιά της μισοπεθαμένης κληματαριάς , έξω απ’ το σπίτι…

Καμμιά φορά , πάει καλλιά του κι αυτός , τον βρήκε ένα πρωί ,ότι άρχισε να χαράζει,
είχε βγει για κατούρημα στον καμπινέ της αυλής και τον βρήκε εκεί κάτω απ΄το κλήμα με το ποτήρι το τσίπουρο στη φούχτα , μέγγενη ,είδε κι έπαθε να του το πάρει αλλά και πώς να τονε βάλουνε έτσι , με το ποτήρι στην κάσα , θα τους γελούσε ο κόσμος μαθές....
Τράβηξε-ξανατράβηξε τάρπαξε στο τέλος μ’ ένα κρακ! , θα σπάσαν και κάνα δυό δάχτυλα με το τράβηγμα ,
- δε βαρυέσαι.. κει που πας τι να τα κάνεις εσύ..
μουρμούρησε ο Αξάς και τίναξε μονορούφι το τσίπουρο που είχε απομείνει στο ποτήρι
- Αιντε και καλήν αντάμωση ,
σφύριξε σιγανά μεσ’ απ’τα δόντια κα τού' κλεισε τα μάτια.
Ετρεξε ύστερα στον καμπινέ που κόντευε να σπάσει η φούσκα του όλη νύχτα κι
άμα ξαλάφρωσε μπήκε σκυφτά στο μαγειριό , εκεί κοιμόταν η μάννα του από χρόνια , απ’όταν άρχισε να ροχαλίζει σα τρένο και δεν άφηνε άνθρωπο να κλείσει μάτι κοντά της .
Τη σκούντησε μαλακά , μυστήριο πράμα αυτή η γυναίκα , με τόσο ροχαλητό που τρέμαν τα κονίσματα κι άμα την ακουμπούσες με το δάχτυλο , πετιότανε αλαφιασμένη ,στο δευτερόλεπτο :
- Σήκω μάννα , πάει πιά....
Τινάχτηκε πάνω η κερά-Ρήνη , με τα μάτια ορθάνοιχτα.
Κατάλαβε , πάει , πάει τον αγύριστο βέβαια γιατί που αλλού να πήγαινε μ’ ένα ποδάρι ,
όλη μέρα εκεί , στο καρότσι κάτω απ’την κληματαριά , το άλλο του το’φαγε ο ζάχαρος , δεν άκουγε και κανέναν ο σχωρεμένος ,θρακιώτικο κεφάλι , πείσμα και των γονέων που λέμε…

Σηκώθηκε εκείνη να ψήσει καφέ , στο μεταξύ ο Αξάς με τα χίλια ζόρια τραβολογώντας και σέρνοντας έβαλε μέσα το γέρο γιατί είχαν αρχίσει και μαζεύονταν οι μύγες , τον ξάπλωσε στην κρεββάτα και βγήκε στην αυλή να πιεί τον καφέ του .
Από τώρα κι ύστερα , θ’αναλάβαιναν οι γυναίκες γιά τα δέοντα .

(συνεχίζεται?)
GreekBloggers.com Blogz | Search Engine & Best Posts! Thessaloniki Blogs