Λόγια του αέρος...
Τσιγάρο,γουλιά,ξερόβηχας,κομμάτι μαριδάκι παστό και τούμπαλιν.
Ξαφνικά, φωνή αντρικιά από δίπλα, θυμός-παράπονο, αχταρμάς, δεν έβγαινε άκρη:
-Δε μας τα λες καλά Μαγδαληνή..
- Μάγδα, να χαρείς, Μάγδα με γνώρισες.
- Μάγδα σε γνώρισα όταν πηδιόμαστε ...πάνε τόσα
φεγγάρια τώρα, δεν ειν' έτσι Μαγδαληνή?
- Κι έτσι να είναι, τι αλλάζει ρε Γιώργη? Ζήτησες να'
ρθω, να μου πεις λέει, ήρθα, πες μου λοιπόν.
-Με πούλησες καργ...Μαγδαληνή, με πούλησες. Ετσι?
- Ακου Γιώργη, για να μη το κουράζουμε όλο με τα ίδια
και τα ίδια. Σε πούλησα, λες. Είχα χίλια παραμύθια
αν προτιμάς, να ρίξω βάλσαμο στην πληγή αλλά δε
θέλησες.
Είπες να ρίξεις στο σταυρό εξαρχής, δε λέω, εκτίμησα.
- Ωραία. Εχουμε τουλάχιστον την εκτίμησή σου..
-Λίγη σου πέφτει δηλαδή?
-Λίγη μου πέφτεις, δηλαδή.
- Ε, ναι ρε Γιώργη, σε πούλησα.Οπως τα λες είναι.
Πουτάνα ήμουν - ή ξέχασες πού γνωριστήκαμε-
πουτάνα είμαι, τι περίμενες λοιπόν από μια πουτάνα,
σε πούλησα. Κι αν θες να ξέρεις Γιωργάκη...-
- Μη με λες έτσι σε παρακαλώ....
-κι αν θες να ξέρεις και σε πολύ καλή τιμή μάλιστα.
- αλλιώς ξεκινήσαμε, κοίτα τώρα τα χαϊρια μας, τι
ήθελες, τι περίμενες ότι θα κάνω ρε συ Γιώργη,
ξεκίνησα από κάτι ψευτοασημικά, δήθεν για την
προίκα μου αμα βρισκόταν "το καλό παιδί",ύστερα τα
φουστάνια που με ψώνιζες, κουβέρτες, κιλίμια,
έπιπλα, ότι πουλιόταν τό' δωσα. η κάμαρη άδεια,
έβλεπες, κάθε φορά που 'ρχόσουν κάτι έλειπε,
έβλεπες, δε μιλούσες, εκτίμησα, σ' άφησα
τελευταίον.
- Τελευταίον?...
- Τέλειωσαν όλα, δεν υπήρχε άλλο για σκότωμα,ήρθε
η ώρα Γιώργη, ετσι ήρθαν τα γαμημένα τα
πράματα, η σειρά σου που λένε, μη το
παίρνεις προσωπικά....
- Αλλά ??? Πώς αλλιώς να το πάρω ρε Μαγδαληνή?
Εδώ οι τόνοι ανέβηκαν, ο μάστορας δε φαινόταν να την παλεύει πια με τον "πολιτισμένο" διάλογο, μάλλον μπερδεύτηκε κι ο Γιορδάνης με τα τόσα "παίρνεις" και "να πάρω" κι ήρθε μια δόση και στάθηκε με την ποδιά στο χέρι, πάνω απ' τα κεφάλια τους:
- Oρίστε, οι κύριοι, τι θα πάρετε?
Κοιτάχτηκαν, -πρώτη φορά απ΄'την ώρα που ήρθανε-, στα μάτια. Πρώτη άρχισε να γελάει αυτή (το περίμενα). Καπάκι, με μικρή καθυστέρηση, τον πνίξανε κι αυτόν τα γέλια. Γελούσε να φανταστείς, ακόμη κι όταν πλήρωνε το Γιορδάνη που ήταν ο μόνος αγέλαστος στην παρέα.