Κυριακή, Δεκεμβρίου 18, 2005

Την κατάρα μου να'χεις...αγάπη μου.

Hξερα ότι είχαμε ημερομηνία λήξεως , το ήξερα τόσο καλά όσο κι εκείνα τα μεξικάνικα φασόλια που τρώγαμε , έτσι , κρύα απ' την κονσέρβα, ρουφώντας μεγάλες γουλιές γλυκό σαμιώτικο, βιαστικά , γιά να γυρίσουμε πάλι στο κρεββάτι , να ξεσκιστούμε .
Γιατί , ο πόνος ματάκια μου δεν είναι άγγιγμα ελαφιού . Ποτέ δεν ήταν .
Τρύπωσε μέσα μου ήσυχα-ήσυχα σα βρωμερό ποντίκι και μου ροκάνιζε τα σπλάχνα καθώς σε κοιτούσα να μιλάς στο τηλέφωνο με το μαλάκα , τι άλλο θάτανε βέβαια γιά να μη βλέπει , να μην ακούει , να μην καταλαβαίνει ...
τι σκατά άνθρωπος ήταν αυτός που δε σε μύριζε , δεν έγλυφε πάνω σου τον ξένο ιδρώτα - τον ιδρώτα μου σκεφτόμουν και συνέχιζα να σε βλέπω να του μιλάς , έδινα το ένα μου αυτί γαμημένε καλλιτέχνη γιά να κρεμάσω το άλλο σκουλαρίκι εκεί , στο ακουστικό , να ξέρω τι του λες , να κλέβω απ'τις λιγοστές ανάσες σου γιά να σταματήσεις κάποτε αυτή τη φάρσα , δεν είναι δυνατόν , τόσα λόγια γι ' αυτόν , τι να τα κάνει ο νεάτερνταλ , τα άγια τοις κυσί πιά ...
Και μόλις πιαστεί επί τέλους η ανάσα σου και σκάσει μύτη το χρόνιο άσθμα σου , να ' μαι κι εγώ , με το αερολίν στην τσέπη , έτοιμος ,του κουτιού , με τα σπρέυ , τις πορτοκαλάδες και το απόκομμα με τα εφημερεύοντα στην τσέπη , διά παν ενδεχόμενον .
Κέρβερος.
Να περπατάω δίπλα σου ή μάλλον καναδυό βήματα πιό πίσω πάντα - από σεμνότητα νόμιζαν οι φίλοι , εγώ βέβαια είχα καρφωμένο το βλέμμα στον υπέροχο κώλο σου
κι έκανα όνειρα , άς ' τους να κουρεύονται , οι κιοτήδες....
Σκιά της σκιάς σου , ένα φτηνό , αόρατο παραπλήρωμα που περίμενε υπομονετικά,
σα δευτεράντζα στις κουίντες , χόρευε γύρω σου γιά να γελάς , μάθαινε απ' έξω μιά αρμαθιά αστεία γιά να κάνει ατμόσφαιρα , μύριζε ανήσυχα τον αέρα να προλάβει τις απειλές , λιγούρηδες που σε τριγύριζαν σαν τα τσακάλια το ψοφίμι ....
..μυρίζονταν το αίμα και παλαβώνανε , το΄αίμα που δεν άντεχες ούτε να βλέπεις κι έσκυβα προσεχτικά , με ευλάβεια και το σκούπιζα ανάμεσα απ' τα πόδια σου , μιά φορά το μήνα ,
σ' έπλενα παστρικά , τοποθετούσα το ταμπόν με αέρα συνταξιούχου γυναικολόγου , εγώ ,
εγώ που ήμουν πάντα τόσο αδέξιος , σασκίνης έλεγαν , εγώ που έριχνα μία και μόνο κλεφτή ματιά στο ματωμένο κόλπο σου διατάζοντας τα χέρια μου να σταματήσουν επειγόντως το τρέμολο ...

Τώρα , ποιός ?

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 12, 2005

H κούνια στα άστρα

..Κι αν η μισή μου καρδιά γιατρέ ,
στη φαντασιακή θέσμιση βρίσκεται
η άλλη μισή πηδάει απ`τον 2ο όροφο της Σαλπετιέρ
κρατώντας σφιχταγγαλιά ένα πλανητικό παιχνίδι
κι ούτε λέξεις πλέον , ούτε πράγματα ,
μόνον επιτήρηση,τιμωρία και φυλακή
γιά όσους δεν πρόκαμαν.
Πίνει στα όρθια ένα doppio ristretto στη 18η Μπρυμαιρ , ξέρετε
καi βγαίνει με τρύπιο παλτό στη βροχή .
Ενα βήμα μπρος , δύο βήματα πίσω
βγάζοντας το καπέλο στους περαστικούς
Ω , οι ευτυχισμένες μέρες ...

Τρίτη, Δεκεμβρίου 06, 2005

Ανάργυρος ο loser ...

Εφτανε πιά το βραδάκι κι ο Ανάργυρος , μόνος δυστυχής και πένης κατηφόριζε απ ` τα πευκάκια μουρμουρίζοντας μεσα απ` τα δόντια του διάφορα γιά τη γυναίκα και την πεθερά του που έτσι "οριστικά και αμετάκλητα " τον είχαν πετάξει απ ` το σπίτι ( τους ), γιά μιά ακόμα φορά :
- Tσε να μη σε ματαδώ στα μάθκια μου...loser !
του πέταξε πυρ και μανία η Κρητικιά , όταν μετά από ώρες εξαντλητικής και αδιάκοπης ανάκρισης , αναγκάστηκε ο Ανάργυρος να ομολογήσει ότι είχε χώσει - και πάλι - τον ελάχιστο ούτως η άλλως μισθουλάκο του στο στοίχημα ( ας όψεται κι εκείνος ο Ιορδάνης ο ανάπηρος που όλο " έχει πληροφορίες από μέσα " , σκατά πληροφορίες είχε ως φαίνεται...) και τώρα ?
Τώρα όλα ήταν αλλιώτικα.
Απόψε η ομαδάρα θα το σκιζε το πλεκτό , δίνοντας πίσω με το παραπάνω όλα τα χαμένα του Ανάργυρου που ήδη ονειρευότανε κοτόπουλα να αργοψήνονται στις σουβλες , χαμάμια και μαλακές χνουδάτες πετσέτες ,την Κρητικιά να πηγαινοέρχεται με φρούτα παγωμένα και μπικίνι ξέκωλο και καμμιά εικοσαριά κιλά λιγότερα ασφαλώς..μόνο γιά την πεθερά του δεν έβρισκε θέση στο όνειρο κι έλεγε αυτηνής να της κρατάει ένα κουτί σαραγλάκια που τα τρελαίνεται άμα γυρίσουνε με το καλό...
Ετσι μες στον ιδρώτα ( θες απ ` τα όνειρα με τα χαμάμ , θες απ ` το πολύ περπάτημα ) έψαχνε όλη μέρα να βρεί κάπου να κάτσει να δει τον αγώνα..τους παιχταράδες που θα καθαρίζαν γιά λογαριασμό του , να μάθουν ύστερα ποιόνα διώχνουν οι καλτάκες απ `το σπίτι....
Αφραγκος όπως έφυγε , δεν ήταν βέβαια για καφενεία και τέτοια , στο προποτζίδικο πέρασε νωρίτερα , ήτανε φίσκα δεν είχε ούτε γιά όρθιους , σε καμμιά βιτρίνα που έκανε πρόβες μετά δεν έλεγε , συνήθως δείχνανε κάτι γιαπωνέζικα με ζωηρά χρώματα - να φαίνονται οι αρετές της συσκευής , έμποροι τι περιμένεις..Κουτούρντισε να το συλλογιέται όλη μέρα και λύση δεν είχε βρεί , το παιχνίδι σε λίγο άρχιζε κι αυτός ακόμα ήταν στο δρόμο , όταν ξαφνικά , άστραψε στο μυαλό του ένα φως : το ίδρυμα της Αρχιεπισκοπής γιά τους γέροντες !Ζεστούλα , τηλεόραση , άμα ήτανε τυχερός θα πινε και κανα τσαγάκι στη ζούλα...βεβαια! Αυτό ήτανε !Ξέπνοος , έσπρωξε αποφασιστικά τη βαριά σιδερένια πόρτα κι έμεινε μιά δυό στιγμές ακίνητος εκεί , τρίβοντας τα μάτια του να συνηθίσει στο μισοσκόταδο .
Πέντ` έξι γέροι ήταν μαζεμένοι σ ` ένα τραπεζάκι φάτσα φόρα στην τηλεόραση , ο ένας μάλιστα κοιμότανε μ ` ανοιχτό το στόμα , όλοι είχαν στα πόδια τους τις φθαρμένες καρώ κουβέρτες της Αρχιεπισκοπής , μέγκλα σκέφτηκε ο Ανάργυρος , μπορεί να τσιμπήσω καμμία από κάνα ραμολιμέντο και πήγε να κάτσει στη μοναδική άδεια καρέκλα του τραπεζιού..
- Μή! Είναι πιασμένη !
Τσίριξαν κάνα δυό , είναι του Θόδωρου που πάει προς νερού του , θα ρθει όπου να`ναι..
-Μωρ' τι μας λέτε γεροταρνανάδες μουρνούρισε μεσα απ ` τα δόντια του ο Ανάργυρος που είναι του Θόδ..
Εκατσε νευρικά , ας πάει πιό πίσω ο Θόδωρος είπε αόριστα στην ομήγυρη που τον κοιτούσανε επίμονα με μισό μάτι και βούτηξε το τηλεκοντρόλ απ ` το τραπέζι να βρεί τον αγώνα που έπρεπε ήδη να ` χει αρχίσει..το παιχνίδι που απόψε θα τον έφτιαχνε , θα τ` άρπαζε και θα τους έδειχνε ολονών τι εστί Ανάργυρος...
Είδε με την άκρη του ματιού του ένα ερείπιο να πλησιάζει σέρνοντας κάτι παντούφλες που έχασκαν μπροστά , ο Θόδωρος θα ` ναι σκέφτηκε , νετάρισε με το κατούρημα κι έβαλε πλώρη γιά την καρέκλα "του" , ετοιμάστηκε γιά καυγά ο Ανάργυρος , όταν άκουσε πίσω του ένα δυνατό τσαφ! κι είδε τα φώτα να τρεμοπαίζουν...όχι ρε πούστη μου , πρόλαβε να σκεφτεί , τι σκατ....
Εμειναν όλοι εκεί , ακίνητοι και σιωπηλοί στο ξαφνικό σκότάδι..
- Αδελφή ! ακούστηκαν κάτι τρεμάμενες φωνές απ ` το βάθος , αδελφή !..
δεν ήξεραν τι άλλο να πουν φαίνεται , είπε με το νου του ο Ανάργυρος και τότε ήταν που έσπασε :
Μπορούσε να φύγει ίσως , να πάει αλλού ..ίσως δεν ήτανε γενική η διακοπή , ίσως απλά να είχε πέσει μιά ασφάλεια μέσα στο ίδρυμα ή μπορεί ακόμα κι ο Θόδωρος να το ` χε κάνει επίτηδες από ιμπρέτι που του φαγε την καρέκλα , πολλά θα πέρναγαν απ ` το μυαλό του
αν δεν άκουγε εκείνες τις φωνές πιό πριν , μες στο σκοτάδι , αν δεν ήξερε κι όλας μέσα του ότι οι παιχταράδες θα γινόντουσαν ρόμπες γιά μιά ακόμα φορά , ο ανάπηρος θα κοιτούσε περίλυπος τα χαμένα δελτία , η Κρητικιά , πάντα χοντρή και αγριεμένη θα τον περίμενε να γυρίσει όπως πάντα , ταπεινωμένος , πεινασμένος κι ελεεινός , η πεθερά του με κείνη την υποκριτική σιωπή ( εμένα μη μ` ανακατεύετε , σάμπως δε στα λεγα κακομοίρα μου ? Αλλά ποιός μ ΄ακούει εμένα? Εγω δε μιλάω πλέον , δε λέω τίποτα....)
Απλά έσπασε .
Επεσε απ ` την καρέκλα , την καρέκλα του Θόδωρου , τον πήραν τα ζουμιά , δεν τον ένοιαζε πιά τίποτα...μόνο εκείνες οι αδύναμες φωνές στο σκοτάδι..αδελφή! αδελφη !...κι όλα είχαν πιά τελειώσει .

Σάββατο, Δεκεμβρίου 03, 2005

Πατάτες γιαχνί....

Στην emotional anaemia
Με το σπάνιο αίμα...ξέρει αυτή..



- Μού ‘ φυγαν !
Ηταν το μόνο που κατάφερε να ψιθυρίσει ανάμεσα σε κλάματα , σάλια και άλλα παρεμφερή ο Ευτύχιος .
- Ε ..βέβαια σου ‘ φυγαν ! Σου 'φυγαν γιατί είσαι μαλάκας !
Ηρθε αποστομωτική η απάντηση του Ιορδάνη που όσο περνούσε η ώρα , γυάλιζε το μάτι του ( κυριολεκτικώς δηλαδή , αφού το ένα , από πολυεστέρα και πολυμερισμένο πλαστικό 20% , το είχε βρέξει – χιονίσει γυαλισμένο και τσίλικο).

Ο,τι να πεις το πρόσεχε το μάτι του ο Ιορδάνης . Ηταν βρε παιδί μου ψείρας κι από φυσικού του και πριν το ατύχημα κι από τότε βέβαια πολύ περισσότερο . Η εμμονή του στις λεπτομέρειες , είχε γίνει πιά τρόπος ζωής και ζωής συχνά πολύ δυστυχισμένης γιά το φουκαρά τον Ευτύχιο που κουβαλούσε , χρόνια τώρα , με υπομονή ιώβειο , το φοβερό στίγμα του γκαντέμη .

Ετσι και τώρα , το ‘ ξερε πώς δεν το ‘ ξερε ο Ευτύχιος ότι ο δικός του , το καμάρι του κι η κολόνα του – με χίλια δυό βάσανα – νοικιασμένου σπιτιού τους , ο Ιορδάνης Ασημακόπουλος εκ Φοινικούντος Μεσσηνίας , θα τα ‘ κανε όλα γης μαδιάμ όταν θα διαπίστωνε πως έπρεπε , τέταρτη μέρα στη σειρά σήμερα , να ξεγελάσουν την πείνα τους με σκέτες πατάτες .
- Είμαι παλιολλαδίτης εγώ !
Θα ‘ λεγε χαιδεύοντας το παχύ – καθόλου δεν του άρεσε του Ευτύχιου – μουστάκι του , που είχανε λέει αναντάν – μπαμπαντάν όλοι οι Ασημακόπουλοι ανεξαιρέτως .
Επειτα , θα πήγαινε μισοκοιμισμένος , ως συνήθως κατευθείαν στις κατσαρόλες γιά επιθεώρηση , όπου δεν θα ‘ βρισκε παρά – Θε μου φύλαε – παρά μόνον ...πατάτες .

Πατάτες βέβαια του Πηλίου , με το σκορδάκι τους , το κρεμμυδάκι τους το φρέσκο , τι άλλο ήθελε κι αυτός ο ανευχαρίστητος ο άνθρωπος , άμα πιά ..!
Εντάξει , τέσσερις μέρες στη σειρά , ήδη από χτες του μουρμούραγε :
“ Πατατιές θα φυτρώσω ! » και φύσαγε το μουστάκι του θυμωμένα , αγριοκοιτώντας τον μ’ εκείνο το μάτι το γυαλιστερό .

Του πήγαινε όμως άμα θύμωνε , έκανε έτσι πως να πω , μιά βαρβατίλα , ένα ζόρι βρε παιδί μου που έφερνε λίγο και στο Μίκυ Ρούρκ ( ..λατρεία ! ..)
Είδε κι έπαθε ο Ευτύχιος να τον πείσει ότι άλλος Μίκυ είναι εκείνος στα κόμιξ που διαβάζει τα μεσημέρια , προτου να πέσουνε και ξεκαρδίζεται...
- ....Μάους παιδί μου , εκείνος είναι Μίκυ Μάους , καμμία σχέση , να , δες και μόνος σου , δεν είναι τέλειος ?
Αναστέναζε ψεύτικα και περίμενε ένα ακόμα από κείνα τα φοβερά ξεσπάσματα ζήλιας που του ‘ κανε ο Ιορδάνης και τον έλυωνε , ΄πόσο μάλλον που άμα ήταν στα κέφια του , του ‘ ριχνε και καμμιά ψιλή . ......

Οχι , τι άλλο νά ‘ κανε ο κακομοίρης ο Ευτύχιος , να μου πείτε .
Δευτέρα , τις έβαλε στο φούρνο , εντάξει . Τρίτη σαλάτα – έκοψε κι η καταραμένη η μαγιονέζα μα σάμπως λάδι είναι κι αυτό που παίρνουνε , ούτε γιά το παπάκι του Ιορδάνη δεν κάνει , το Μαύρο Χάρυ που το λέει και καμαρώνει , μαύρος , τέλος πάντων , έχουν τη χάρη τους κι αυτοί - ....
Ναι αλλά τα ελαιόλαδα που να τα πλησιάσεις πιά και με την αφραγκιά που τους δέρνει από τότες που σκόλασαν τον Ιορδάνη απ’ το φορτηγό ...κάνα έκτακτο στη ζούλα τώρα μόνο , ας είναι καλά ο ξάδερφός του ο Βρασίδας που τους έχει στο νου του , πείνα και των γονέων σου λέω , άσε....

Μαύρισε το μάτι του του Ευτύχιου . Μεταφορικώς βέβαια αυτουνού , αφού τα είχε και τα δύο , ολόγερα μάλιστα και μπιρμπιλωτά .


- Εγώ , θα γίνω καλόγερος !

Ελεγε τη μάννα του στο χωριό , να τη σκάσει
- Μμμμ ! Εχεις μάτια για καλόγερος ! τσίναγε αυτή και τον ανέβαζε – δεν έφτανε ακόμη , ύστερα έριξε το μπόι κι έμοιασε λέγανε μιανού μπάρμπα του που έφυγε κρυφά , επί χούντας ,στην Αμερική αλλά τζίφος : Γιάννης πήγε , Γιάννης γύρισε – στην κούνια που είχαν κρεμάσει απ’ τη συκιά κι ας λεν βαρύς ο ίσκιος της συκιάς , αυτουνού του άρεσε , έτσι όπως ζαλιζόταν και κομμάτι....

Κι ούτε άπρακτος έμεινε , καθώς την είχε μυριστεί από την Τρίτη κι όλας τη φασαρία μ ‘ αυτές τις έρμες τις πατάτες μέρα μπαίνει – μέρα βγαίνει (έχει βέβαια κι ο Ιορδάνης το δίκιο του που δυσθυμεί αλλά..με πορδές δε βάφουν αυγά , εγώ αυτό ξέρω κύριε, ορίστε )
Πρωι – πρωί κι ακάλεστος πήγε τάχα μου γιά καφέ στην Ευθυμίτσα απέναντι , προτού ξυπνήσει ο κέρβερος ο δικός του και βρει ξανά την κατσαρόλα με τις (..ούτε τη λέξη δε θέλει πιά να λέει , τόσο τις μπούχτισε ) κι αρχίσει τα καντήλια και τα δι ευχών , να τρίζουν τα εικονίσματα ...

Α, όλα του χρυσά του Ιορδάνη , αυτό του το ξέκοψε από την αρχή :

- Δε θέλω βλαστήμιες εδώ μέσα Ιορδάνη μου ...Εξω δε σε βλέπω , δε σ’ ακούω , κάμε όπως σε φωτίσει αλλά εδώ μέσα δεν τα θέλω αυτά τα πράμματα , εγώ ήμουν μιά ζωή της εκκλησίας , αφού μικρός την έφαγα την κυρά Πέρσα να με γράψει καλόγερο στον Αη – Σώστη , πού ν’ ακούσει εκείνη , με τα μάτια μου τα ‘ χε , που ήτανε λέει μπιρμπιλωτά .
Τέλος πάντων , Αλλος θα την κρίνει κι αυτήν , εμείς δεν είμαστε άξιοι , κατά τας Γραφάς...


Είχε όμως αποκοιμηθεί ο Ιορδάνης , δεν πρέπει ν ‘ άκουσε ως το τέλος , με το δίκιο του κι όλας ο φουκαράς , δώδεκα τόνοι πατάτα Βολιώτικη – το έκτακτο που τους οικονόμησε ο Βρασίδας – δεν ξεφορτώνονται πιτς φυτίλι , ψέμματα ?

..Κι αφού τον μπούκωσε τα δυό τα μελιτζανάκια η Ευθυμίτσα , της το ‘ φερε έτσι πλαγίως γιά τα δανεικά ο Ευτύχιος , βρίσκοντας της τάχα γαμπρούς και πατραχήλια σ ‘ εκείνο το φριχτό – πίσσα παιδί μου ! – φλυτζάνι αλλά η χάρη της πού...βράχος ακλόνητος !
Πέρναγε κι η ώρα , θα κόντευε σε λίγο να σηκωθεί κι ο δικός του κι αν δεν τον έβρισκε σπίτι...άλλα βάσανα , κατάφερε με τα πολλά και της δανείστηκε δυό δεκάρικα .


Πήγε , ψώνισε πέντε αυγά και κάτι μικροπράμματα που ' χανε σωθεί και
άρον των άρον πάλι πίσω , να προλάβει , να βάλει τραπέζι , μη τυχόν και ξυπνήσει ο σατράπης και τα βρεί ασυμμάζευτα...ποιός τον ακούει μετά...

Ανοιξε μαλακά , ο άλλος δεν είχε σηκωθεί ακόμα – πάλι καλά – ( ήταν και λαφροπάτης βέβαια ο Ευτύχιος , από τόσος δα που τρόμαζε τη μάννα του έτσι όπως έβγαινε ξαφνικά , σαν ξωτικό , μπροστά της κι έφτυνε εκείνη τρεις φορές τον κόρφο της κατά το δοκούν ) ..

Και μήπως τι είναι πιά να γίνει τι κακό ? Τίποτα δεν είναι..Το χέρι του Ευτύχιου να φανταστείς ήταν ήδη στη σακκούλα με τ’ αυγά , όταν ακούστηκε από μέσα η βροντερή φωνή του Ιορδάνη :

- Τύχηηηηη!!!!!!!!

Ετσι τον έλεγε άμα είχε τις καλές του .


- Τύχηηηηη! Που είσαι ωρέ ? Πάλι ξεπόρτισες βρε αφιλότιμε ?

Σύγκορμος ανατρίχιασε ο Ευτύχιος που δεν μπορούσε καθόλου τα ξαφνικά και τις φωνές κι έτσι άνοιξαν – σαν από μόνα τους – τα δάχτυλά του .
Υστερα , τα υπόλοιπα , γνωστά τοις πάσι .
Παν τ’ αυγά , πάει κι η ομελέτα που θα ‘ φτιαχνε , να κι ο Ιορδάνης στην ώρα του , μαχμουρλής αλλά έξαλλος μπροστά στα χάλια του Ευτύχιου κι ούτε «Τύχη μου » πιά , ούτε τίποτε.

Πατάτες μοναχά . Πατάτες γιαχνί .









.
GreekBloggers.com Blogz | Search Engine & Best Posts! Thessaloniki Blogs